Πέρα από την τραγική πλευρά της κοινωνικής αδικίας στην οικονομική κρίση, (με την οποία ασχολούμαι σε άλλα άρθρα), υπάρχει μια άλλη όψη, μια πνευματική όψη, που βλέπω να εξομολογούνται πολλοί άνθρωποι, σχεδόν ψιθυριστά: "Έπρεπε να γίνει κάτι γιατί είχαμε ξεφύγει..." Αναφέρονται στον καταναλωτικό, υλιστικό τρόπο ζωής. Αυτό δεν εξαφανίζει τις πολιτικές ευθύνες, αλλά πολλοί άνθρωποι, εδώ και καιρό, ανακαλύπτουν ότι οι παλιές συνήθειες αδυνατούν όλο και περισσότερο να τους γεμίσουν, να τους απαλύνουν την εσωτερική μοναξιά, το κενό της ύπαρξης που νιώθουν, την έλλειψη νοήματος.
Παλιές απατηλές συνήθειες του κυνηγού της ευτυχίας: Υλικές απολαύσεις, το φαγητό, εξιζητημένο με τις περίπλοκες γαστρονομικές τεχνικές και τους αγωνιώδεις τηλεοπτικούς διαγωνισμούς; Τα πολυτελή αυτοκίνητα, με τα πολλά κυβικά, που ευτυχώς πια όλο και λιγότεροι αντέχουν οικονομικά να προσεγγίσουν κι ευελπιστούμε να γλυτώσει η πηγμένη Αθήνα από τα τζιπ-τανκς με τα παρανόμως φιμέ παράθυρα, λες και φέρουν μέσα πλανητάρχες… Η τέλεια εμφάνιση, όσα χρήματα κι αν ξοδευτούν σε γυμναστήρια, αξεσουάρ; Το σεξ, όσα βιβλία κάμα-σούτρα κι αν διαβάσει ο κυνηγός της ευτυχίας, που, τέλος πάντων, του ακούγονται και πιο ποιοτικά από ότι η απλή πορνογραφία; Η ερωτική περιπέτεια, η φαντασίωση του παραμυθιού, όπου ο κυνηγός της ευτυχίας ξεφεύγει μαγικά σε ένα ονειρεμένο νησί το καλοκαίρι, με το τέλειο πλάσμα, που ξανά και ξανά αποδεικνύεται ένας κοινός θνητός; Η εργασιομανία, η ανέλιξη στην επαγγελματική επιτυχία, αλλά όσο κι να αναδειχθεί ο κυνηγός, κάποιος θα υπάρχει πάντα καλύτερος από εκείνον; Η φήμη, η δόξα, η επιδοκιμασία των άλλων, ακόμη κι αν είναι επιφανειακή και φευγαλέα, ακόμη κι αν η ψευδο-φήμη έχει αποκτηθεί από τον κυνηγό, κλέβοντας τη δουλειά κάποιου συναδέλφου, επιδιώκεται αυτή η φρούδα ψευτο-αναγνώριση μπας και γλυτώσει ο κυνηγός της από το βασανιστικό αίσθημα ότι είναι ανεπαρκής; Τα ταξίδια, οι κοινωνικές επαφές, τα επικίνδυνα σπορ, οι διάφορες ενασχολήσεις...Ξαφνικά, με την οικονομική κρίση όλα αυτά έχουν ελαττωθεί, ή είναι πολύ λιγότερο ελκυστικά από προηγούμενα χρόνια...Κι είναι αυτό κακό;
Όλα τα παραπάνω, χωρίς να είναι αρνητικά από μόνα τους, αδυνατούν να δώσουν τη μόνιμη και καταλυτική απάντηση στο αιώνια αναζήτηση της ψυχής για γαλήνη, αγάπη, τροφή, αλήθεια. Οι άνθρωποι προσπαθούμε ξανά και ξανά με όποιο τρόπο μπορούμε, δεν είναι κατακριτέο, προκαλεί συμπόνια ο αγώνας, η προσπάθεια λύτρωσης, μέσα από αυτήν την επίπονη χαοτική διαδικασία, δυστυχώς συχνά μέσα από δρόμους που δεν έχουν τίποτα να δώσουν. Το πόσο αυθεντικές είναι οι απαντήσεις, αντανακλάται ξεκάθαρα στην ικανοποίηση που εντέλει νιώθουμε. Συνήθως νιώθουμε ευχαρίστηση για λίγο, ίσως φευγαλέα ανακούφιση, ίσως αποσπάστηκε η προσοχή μας.. Μετά όμως επιστρέφουμε στο ίδιο γνώριμο κενό και πρέπει να ανακαλύψουμε κάτι άλλο για να ξεφύγουμε.. Ο ρόλος του πολυάσχολου έχει ξεκινήσει.. Επώδυνος, κυνηγημένος, κουραστικός. Δεν είναι τυχαίο που ο ρόλος του πολυάσχολου γίνεται όλο και πιο σπάνιος. Χιλιάδες άνθρωποι ωθούνται να μείνουν πολλές κενές ώρες με τον εαυτό τους, γιατί δεν έχουν δουλειά και δεν έχουν τα λεφτά για άλλες ασχολίες. Και είναι τόσο κακό να μείνουμε με τον εαυτό μας; Τόσο ανυπόφορη είναι η δική μας παρέα;
Η ανακούφιση δεν πρόκειται να έρθει παρά με την πνευματική σύνδεση, την επαφή με το Θεό, με το φως της αγάπης. Καμία άλλη εμπειρία δεν μπορεί να το αντικαταστήσει, ούτε καν ο ιδανικός έρωτας, στον οποίο ο δυτικός κόσμος έχει εκθειάσει. Το άνοιγμα της καρδιάς μας στο Χριστό, η σιωπηλή επικοινωνία, το μοίρασμα της αγάπης Του, από Εκείνον προς εμάς, από εμάς προς τους άλλους, γιατί από τη στιγμή που νιώσουμε μια τέτοια αγάπη δεν μπορούμε να την κρατήσουμε για τον εαυτό μας.
Ιδιαίτερα τη σημερινή εποχή, η ανάγκη να θυμηθούμε και να ξανανιώσουμε το Θεό γίνεται όλο και πιο επιτακτική σε όλο και περισσότερους ανθρώπους. Μέσα στα επόμενα χρόνια αναμένουμε να δούμε όλο και περισσότερους ανθρώπους να αποζητούν την ουσιαστική πνευματική αλήθεια και τον τρόπο που αυτή μπορεί να βιωθεί μέσα από τον αλτρουισμό. Όλα τα «παυσίπονα» που θεωρούσαμε ως συστατικά μιας ευτυχισμένης ζωής βλέπουμε ότι δεν μας επαρκούν πλέον, ούτε καν τα ‘καλά’ παυσίπονα, όπως οι καλοί φίλοι, μια καλή σχέση, μια ικανοποιητική δουλειά. Είναι καλά, σημαντικά κι εκτιμητέα, αλλά δεν είναι αρκετά. Από την άλλη ο πόνος του αποχωρισμού από το Θεό, δεν μπορεί να καταλαγιάσει πια με τα «παυσίπονα». Ίσως στο παρελθόν μπορούσε και ξεχνιόμασταν. Τώρα πια όχι. Κάποιοι άνθρωποι παρατηρούν κρίσεις στη ζωή τους, όπου όλα μαζί σταματούν να λειτουργούν ή τα χάνουν όλα. Ίσως γιατί αυτός είναι ο μόνος τρόπος να ανακαλύψουμε ότι δεν έχουν τη σημασία που τους είχαμε δώσει κι ότι το μόνο που χρειαζόμαστε πραγματικά είναι η πνευματική μας σύνδεση.
Σημαντικό εμπόδιο για αυτό είναι πιστεύω η ενοχή. Η ενοχή που μας έχουν κάποιοι ενσταλάξει ότι είμαστε ούτως ή άλλως φταίχτες, ανάξιοι, κακοί. Κι ότι όσες μετάνοιες κι αν κάνουμε, στο τέλος είμαστε πάλι κακοί, γιατί τέλος πάντων έτσι γεννηθήκαμε. Όσο σκέφτεται ο μέσος άνθρωπος τις δικές του αδικίες ή κρυφές σκέψεις από την ημέρα που γεννήθηκε, προστίθενται στην αρχική του «εκ γενετής» ενοχή. Τότε σκέφτεται ότι είναι τόσο μακριά από την καθαρότητα, κατακλύζεται από τις ενοχές και εγκαταλείπει έστω και την ιδέα, για την προσέγγιση του Θεού. Δεν τολμά να μπει καν στον κόπο να ανοιχτεί σε κανέναν, γιατί δε θέλει να τον κατακρίνουν ακόμη μια φορά-ήδη κατακρίνει τον εαυτό του αρκετά. Όταν το μόνο που τονίζεται είναι η αποτυχία, η αμαρτωλότητα του ανθρώπου, τότε η επαφή με το Χριστό γίνεται ξαφνικά τόσο δύσκολη για το μέσο άνθρωπο, τόσο δυσθεώρητα άπιαστη, που πολλοί δε δοκιμάζουν καν. Πιστεύω ότι σε κάποιες περιπτώσεις η έννοια της ταπείνωσης έχει παρερμηνευθεί. Η ενέργεια με την οποία κάποιες φορές αποκαλείται ο σημερινός άνθρωπος «ανάξιος» ή «τιποτένιος» ή «αμαρτωλός» φέρει κάποιες φορές επιθετικότητα, καταδίκη και πληγώνει. Οι σημερινοί άνθρωποι, που ούτως ή άλλως υποφέρουν πολύ σήμερα από αυτό-υποτίμηση, δεν θέλουν να ακούσουν άλλο και κλείνονται στον εαυτό τους.
Αν όμως δεν αποδεχτούμε τον εαυτό μας, παρά τις ελλείψεις και τα λάθη μας, δεν θα μπορέσουμε να πλησιάσουμε το Θεό, που βρίσκεται μέσα μας. Η ενοχή δε θα μας το είχε επιτρέψει και θα τρέχουμε εναγωνίως μακριά από τον εαυτό μας, που είναι όμως η μόνη σίγουρη και συνεχής μας παρέα. Πού να βρει κανείς γαλήνη έτσι; Όταν νιώθεις ανάξιος για κάτι, μένεις μακριά του. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν προσπαθoύμε να βελτιωθούμε ή ότι δεν αναγνωρίζουμε τα λάθη και τις παραπλανητικές σκέψεις. Όμως χρειάζεται κατά βάση να αποδεχτούμε τον εαυτό μας ως καλό και άξιο. Αλλιώς, θα είναι αδύνατη η πνευματική σύνδεση, αλλά και η ψυχολογική μας ισορροπία. Όλοι έχουν δικαίωμα κι ανάγκη να θεωρηθούν βασικά καλοί και άξιοι, παρά τα λάθη, όσο μεγάλα και αν είναι αυτά. Κι όλοι μπορούν να βελτιωθούν.
Ο Θεός δεν κατακρίνει. Αγαπά απεριόριστα, χωρίς όρους, και μας βοηθά να προοδεύσουμε, να βελτιωθούμε, να διορθώσουμε, να καταλάβουμε. Πάντα με τρυφερότητα, ηπιότητα, καλοσύνη, κατανόηση. Ο καθένας από εμάς έχει τη δυνατότητα να συνδεθεί, να νιώσει, να επικοινωνήσει, να συμμετέχει στην αγάπη του Χριστού. Μέσα από την προσευχή του, μέσα από το άνοιγμα της καρδιάς του στην ησυχία της φύσης, μέσα από τα γράμματα που μπορεί να του γράψει, να του εξομολογηθεί, να του ζητήσει, μέσα από τη σιωπηλή επίσκεψη σε ένα εικόνισμα, ίσως - αν έτσι νιώθουμε πιο άνετα- όταν η εκκλησία είναι άδεια και ήρεμη, από τον καθωσπρέπει κόσμο με τα διερευνητικά βλέμματα… Ο Θεός είναι πάντα εκεί.. Και μέσα από την επιμονή και υπομονή της επικοινωνίας μας, θα μπορούμε όλο και περισσότερο να διαπερνούμε τα ομιχλώδη πέπλα της λήθης, της άρνησης, του πόνου μας και να τον αισθανόμαστε στη ζωή μας και η ζωή μας θα μεταμορφώνεται. Προς την αληθινή πληρότητα. Δε θα χρειάζεται πλέον να κάνουμε τίποτα από όσα πασχίζαμε στο παρελθόν κι ούτε θα χρειάζεται να εξηγήσουμε πώς. Η πληρότητα θα πηγάζει, θα ακτινοβολεί από μέσα μας.
Ο αθεϊσμός, συχνά υποστηριζόμενος από την υπεροπτική δικαιολογία της «επιστήμης», είναι μία εμπειρία που τη βίωσα η ίδια για αρκετά χρόνια, αλλά την έχω επίσης βιώσει από αρκετούς ανθρώπους γύρω μου. Η πρόοδος της επιστήμης έχει αποτελέσει την «τέλεια» δικαιολογία, για να «αποδείξουν» την μη ύπαρξη Θεού. Αυτό που μου προκαλεί ενδιαφέρον είναι πόσο θυμωμένοι είναι κάποιες φορές οι άθεοι και πόσο οργισμένα και πεισματικά αρνούνται την ύπαρξη του Θεού. Γιατί θα πρέπει να θυμώνει κανείς με κάτι που πιστεύει ότι δεν υπάρχει; Μήπως συμβαίνει κάτι άλλο; Επίσης υπάρχει σύγχυση με το θέμα της επιστήμης, καθώς μελετά διαφορετικά πράγματα. «Αν δεν το πει η επιστήμη, δεν το πιστεύουμε». Μα εδώ η επιστήμη δεν έχει καταφέρει να εξηγήσει όλα τα φυσικά φαινόμενα, θα εξηγήσει τα υπερφυσικά; Κι ενώ ξανά και ξανά, η ιστορία της επιστήμης μας δείχνει ότι ανατρέπει συνέχεια τις υπάρχουσες θεωρίες της, εμείς επιμένουμε να δεχόμαστε την σημερινή επιστήμη, σαν να ήταν η τελειωτική αλήθεια. Ίσως η επιστήμη μέχρι σήμερα να μην έχει αποδείξει ότι υπάρχει Θεός, όμως κανείς δεν μπορεί να αποδείξει ότι ΔΕΝ υπάρχει.
Με τη λογική δεν φτάνει κανείς σε συμπεράσματα σχετικά με την ύπαρξη ή όχι του Θεού. Αν ο άνθρωπος δεν είναι έτοιμος, αν δεν έχει ανοίξει ένα παραθυράκι στην άρνηση της ψυχής του να δεχτεί ότι υπάρχει Θεός, ο οποίος ΔΕΝ θα τον τιμωρήσει επειδή ήταν άθεος, τότε οποιοδήποτε επιχείρημα, οποιοδήποτε θαύμα κι αν γίνει μπροστά του, δεν μπορεί να τον μετακινήσει από τον αθεϊσμό. Εκδηλώσεις θαυμάτων μπροστά σε χιλιάδες ανθρώπων, μπορεί να έλεγαν είναι «μαζική ψευδαίσθηση». Όταν κάποιος διηγείται ένα θαύμα που έχει γίνει στον ίδιο και θεραπεύτηκε π.χ. ακαριαία από κάποιο τραύμα, ο άθεος θα του πει ότι «έκανες αυθυποβολή». Αν ο άθεος πει «για να πιστέψω, φέρε μου αυτή τη στιγμή ένα βουνό μπροστά μου» και τότε αυτό συμβεί, τότε πολύ απλά ο άθεος θα πει «αυθυποβολή, είδες τι κάνει ο ανθρώπινος νους..». Αν η ψυχή δεν είναι έτοιμη, δεν υπάρχει περίπτωση ο άνθρωπος να πιστέψει με κανένα λογικό επιχείρημα ή αποδείξεις. Η επιστήμη είναι απλά μια δικαιολογία που χρησιμοποιεί για να καλύψει την άρνησή του.
Όταν όμως, είναι έτοιμος να ακούσει για το Θεό, όταν μάθει ότι ο Θεός δεν είναι η τιμωρητική, κατακριτική, κατακεραυνωτική φιγούρα που μας έχουν μάθει, αλλά η απόλυτη αγάπη. Ίσως αρχίσει σιγά σιγά να ανοίγει την καρδιά του ξανά στο Θεό, όπως όταν ήταν παιδί. Συγκρίνοντας την αγωνία, τη μοναξιά και το φόβο του 'πριν', με την αγαλλίαση και την χαρά του 'μετά', θα νιώθει συμπόνια για εκείνον που αρνείται τη βοήθεια, αλλά ταυτόχρονα θα καταλαβαίνει πως ο κάθε άνθρωπος έχει τον καιρό του.
Βικτωρία Πρεκατέ, www.brightplanet.blogspot.com,7/1/2012