Το έναυσμα για το σημερινό θέμα είναι η προσωπική και άμεση διαπίστωση (μέσω εθελοντικής συμβουλευτικής σε αστέγους κι εγκαταλελειμμένους ασθενείς) του μεγάλου ποσοστό Ελλήνων αστέγων, ηλικιωμένων ή μεσόκοπων, οι οποίοι έχουν εγκαταλειφθεί από τα ενήλικα παιδιά τους, καθώς και ο μεγάλος αριθμός ηλικιωμένων, οι οποίοι εγκαταλείπονται στα νοσοκομεία της Αθήνας, οι λεγόμενοι ‘μοναχικοί’ ασθενείς: Υπάρχουν περιστατικά, όπου τα ενήλικα παιδιά φέρνουν τους γονείς τους για νοσηλεία και δεν έρχονται να τους παραλάβουν...
Τι συνέβη στην ‘συμπαγή’ και ‘δεμένη’ ελληνική οικογένεια;
Σε κάποιες περιπτώσεις, οι λόγοι είναι κυρίως πρακτικοί, ή τουλάχιστον αυτοί δίνονται ως πρόφαση: «Δεν μπορούμε να τον φροντίσουμε, δεν έχουμε χρήματα για τα φάρμακά του, το φαγητό του, την περιποίησή του, οπότε κρατήστε τον εσείς». Είναι όμως μόνο αυτό; Ή μήπως οι ατράνταχτοι δεσμοί της ελληνικής οικογένειας, που θεωρούμε τόσο δεδομένους, έχουν αρχίσει να κλονίζονται (τουλάχιστον στα μεγάλα αστικά κέντρα); Ταυτόχρονα, βλέπει κανείς αποξένωση και σε νεότερες ηλικίες: νέοι άνθρωποι στο δρόμο, που δεν αναζητούνται ούτε από γονείς, ούτε από συγγενείς.
Σε ψυχολογικό επίπεδο, η αποξένωση μπορεί να έχει πολλές όψεις: Όταν υπάρχει κακοποίηση στο οικογενειακό περιβάλλον, π.χ. από τους γονείς, η εθελοντική αποχώρηση και διάρρηξη των δεσμών από τον νεαρό ενήλικα, μπορεί να είναι ο μόνος τρόπος για να ξεφύγει. Άλλες φορές, η ‘διαγραφή’ του παιδιού από τους κακοποιητικούς ή ελεγκτικούς γονείς, μπορεί να είναι ένας ακόμη τρόπος εξουσίας (‘δεν κάνεις αυτό που λέω εγώ, άρα δεν θέλω καμία επαφή μαζί σου’). Αυτές είναι οι πιο ακραίες περιπτώσεις. Εκτιμώ όμως ότι η πλειοψηφία των περιπτώσεων αποξένωσης, ιδιαίτερα στους ηλικιωμένους, είναι ένας συνδυασμός πρακτικών λόγων, κατάθλιψης των ιδίων, αλλά και του οικογενειακού περιβάλλοντος, υπερβολικής αμυντικότητας, και μακροπρόθεσμα, απόρροια του εγωκεντρισμού και της ιδιοτέλειας, ως αξίες στις προσωπικές μας σχέσεις.
Μέχρι σήμερα, το ιδιοτελές «κοιτάζω την πάρτη μου» στην ελληνική κοινωνία συμπεριλάμβανε και τους «δικούς μας ανθρώπους». Οι «δικοί μας» άνθρωποι ήταν συνήθως, η πυρηνική οικογένεια και συχνά κάποια μέλη από την ευρύτερη οικογένεια- ειδικά εκείνα τα μέλη, με τα οποία είχαμε ανταλλάγματα αμοιβαίων εξυπηρετήσεων. Εξαντλώντας τον αλτρουισμό μας στην προστασία των ‘ιερών’ «δικών μας» ανθρώπων, ήμασταν διατεθειμένοι να στερήσουμε ένα δίκαιο διορισμό από το παιδί του άλλου, προκειμένου να τον πάρει (ρουσφετολογικά) το δικό μας.
Όμως μια ιδέα δεν εγκαταλείπει την πηγή της. Αν νομίζουμε ότι οι δεσμοί της ελληνικής οικογένειας αποτελούν ένα αδιαπέρατο τείχος, στο οποίο θα σταματήσει ο συμφεροντολογισμός είμαστε γελασμένοι. Από την στιγμή που αποδεχόμαστε τον συμφεροντολογισμό στη ζωή μας -για τον οποιοδήποτε- δεν θα αργήσει να χτυπήσει και τη δική μας πόρτα. Η ιδιοτέλεια, ακόμη κι αν εξαιρεί τους ‘δικούς μας ανθρώπους’, δεν παύει να είναι ιδιοτέλεια. Ο κύκλος των ‘δικών μας ανθρώπων’ διαρκώς μειώνεται, γιατί διαβρώνεται από τα αντικρουόμενα ιδιοτελή συμφέροντα των διαφορετικών ‘εγώ΄ μέσα σε αυτόν. Έτσι για παράδειγμα, η εκτεταμένη οικογένεια αποξενώνεται για τα κληρονομικά; η πυρηνική οικογένεια διαλύεται, γιατί όταν ο άνδρας χάνει τη δουλειά του ο άνδρας, η γυναίκα του τον εγκαταλείπει; ο ενήλικας στο εξωτερικό αποφεύγει να πάρει τηλέφωνο να δει τι απέγινε ο πατέρας του, φοβούμενος τι θα ακούσει, (και, στο κάτω-κάτω, «φέρθηκε άσχημα στη μητέρα μου»...) Τέλος, η ιδιοτέλεια, σαν σαράκι, έρχεται και διαβρώνει τη σχέση με τον ίδιο τον εαυτό: όταν βλέπω τον εαυτό μου ως αντικείμενο παραγωγής και κατανάλωσης αγαθών, και δεν μπορώ πλέον να συνεχίσω να παράγω και να καταναλώνω, τότε συμπεραίνω ότι δεν έχω λόγο ύπαρξης. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Μόνο, αν πραγματικά αρχίσουμε να σκεφτόμαστε το γενικότερο καλό όλων, όχι μόνο το ‘συμφέρον’ των ‘δικών μας’, θα σταματήσει στο σαράκι της αντικειμενικοποίησης των άλλων (και του εαυτού μας) και θα αντιστραφούν η αποξένωση, που πλήττει σήμερα την ελληνική κοινωνία σε όλα τα επίπεδα. Όταν οι ανθρώπινες σχέσεις ξαναγίνουν ανθρώπινες σχέσεις, όχι ‘δημόσιες σχέσεις’.
Σε ατομικό επίπεδο, βλέπουμε πολλούς μοναχικούς άπορους ή ασθενείς, να αποσύρονται οι ίδιοι στη μοναξιά. Συχνά λόγω κατάθλιψης, ή επειδή ντρέπονται να παραδεχτούν τη αδυναμία, ακόμη και στους πιο κοντινούς τους. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα ζευγαριού, που όταν έχασαν και οι δύο τη δουλειά τους, σταμάτησαν να επισκέπτονται φίλους, παρά τις επίμονες προσκλήσεις, γιατί ντρέπονταν… Εκεί ακριβώς που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη από στήριξη, εκεί ακριβώς αποσύρονται-χαρακτηριστικό σύμπτωμα κατάθλιψης! Για αυτό πρέπει, εμείς οι υπόλοιποι να έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά, και να παίρνουμε την πρωτοβουλία να πλησιάζουμε διακριτικά τους ανθρώπους του περιβάλλοντός μας, όταν υποψιαζόμαστε ότι μπορεί να έχουν ανάγκη. Μην περιμένουμε να μας ζητήσουν εκείνοι βοήθεια-δεν θα το κάνουν! Ας κρατήσουμε την γραμμή επικοινωνίας ανοιχτή, έστω με ένα τηλέφωνο για να βρεθούμε, έστω και ένα ‘γεια, πήρα να δω τι κάνεις’, έστω και μια κουβέντα για τον καιρό ή τα αθλητικά (υπάρχουν κι άλλα θέματα να συζητήσει κανείς εκτός από την οικονομική κρίση!), όλα αυτά έχουν σημασία... Έχει τεράστια σημασία να κρατήσουμε ανοιχτή τη γραμμή επικοινωνίας, με ευγένεια, διακριτικότητα, αλλά να την κρατήσουμε! Όταν κόβεται η επαφή, είναι πολύ εύκολο να ακολουθήσει η απόλυτη αποξένωση, γιατί όταν έχει κοπεί η επαφή, το μοναχικό άτομο ΔΕΝ θα τηλεφωνήσει σε περίπτωση ανάγκης, όσο έκτακτη κι αν είναι. Είναι πολύ εύκολο να πεθάνει κανείς μόνος στο νοσοκομείο, χωρίς καμία επίσκεψη- ακόμη κι αν έχει πολλούς συγγενείς, ή και παιδιά, στην ίδια πόλη. Αυτό το βλέπουμε συχνά και είναι πολύ ανησυχητικό-πολύ πιο ανησυχητικό από την οικονομική κρίση.
Κάποιες φορές, οι μοναχικοί άποροι, ή ασθενείς, ίσως έχουν και οι ίδιοι συμβάλλει στην αποξένωσή τους. Ίσως παρεξηγούνται με το παραμικρό, ή κρατούν κακία για απογοητεύσεις του παρελθόντος. Μια πολύ καταστροφική στάση που βλέπουμε συχνά στα αποξενωμένα άτομα, είναι: «Με απογοήτευσες, άρα σε διαγράφω». Αυτό το καθολικό «delete» του άλλου ατόμου, είναι επικίνδυνο, ιδιαίτερα, όταν το κάνουν στο ένα άτομο μετά το άλλο. Μην έχουμε απαιτήσεις θεϊκής τελειότητας από τις ανθρώπινες σχέσεις, η ανθρώπινη αγάπη θα είναι ατελής, γιατί έτσι είναι η ανθρώπινη φύση. Οι απογοητεύσεις στις ανθρώπινες σχέσεις είναι αναμενόμενες, θα συμβούν. Οι άλλοι θα ματαιώσουν κάποιες προσδοκίες μας, όπως κι εμείς θα ματαιώσουμε κάποιες δικές τους. Ας μην μένουμε σε αυτό. Από τη στιγμή που το άλλο άτομο είναι σε γενικές γραμμές καλοπροαίρετο, αξίζει τον κόπο, να εκφράσουμε ευγενικά μία φορά το παράπονό μας, και μετά ας κάνουμε «delete» στην πικρία, όχι στο άτομο! Και ας κρατήσουμε την επικοινωνία. Κάποιες φορές οι κοινωνικοί λειτουργοί, παρεμβαίνουν διακριτικά σε αποξενωμένες οικογένειες και προωθούν μια επανασύνδεση-επανασυμφιλίωση μεταξύ των δύο μερών. Είναι μια ιδιαίτερη, λεπτή δουλειά, που χρειάζεται πολύ ταλέντο και τακτ, αλλά όταν πετυχαίνει, είναι θαυμάσιο να τη βλέπει κανείς. Άλλες φορές, η επανασύνδεση γίνεται με τη διακριτική βοήθεια ενός τρίτου μέλους της οικογένειας, ενός οικογενειακού φίλου ή συγγενή. Σε κάποιες περιπτώσεις, ακόμη και οι ονομαστικές εορτές έχουν παίξει το διευκολυντικό τους ρόλο, ως ευκαιρία για εκείνο το τηλεφώνημα που έχει πολύ καιρό να γίνει. Σε κάθε περίπτωση, ας ανοίξουμε τις πόρτες φιλικής επικοινωνίας στους ανθρώπους γύρω μας, ας ξαναρχίσουμε να μιλάμε μεταξύ μας, χωρίς υπολογιστικές ατζέντες, χωρίς προκατάληψη. Ας ξανα-ανακαλύψουμε την αξία του απλού φιλικού τηλεφωνήματος «γεια, καιρό έχουμε να τα πούμε ξάδερφε, πήρα να δω τι γίνεσαι». Αυτό το απλό και τετριμμένο, μπορεί για κάποιους να είναι σωτήριο.