Το τελευταίο βιβλίο της
Amanda Ripley (“The smartest kids in the world and how they got that way”) σχολιάζει με ιδιαίτερα ενδιαφέροντα τρόπο τα αποτελέσματα του
διεθνούς διαγωνισμού PISA που αξιολογεί τις επιδόσεις εκατοντάδων χιλιάδων
15χρονων μαθητών από όλο τον κόσμο σε δεξιότητες ανάγνωσης, μαθηματικών και
θετικών επιστημών. Παρά τις αντιρρήσεις που έχουν εκφραστεί κατά καιρούς
σχετικά με την δυνατότητα να ποσοτικοποιηθούν τα αποτελέσματα της μάθησης, ο
διαγωνισμός PISA σύμφωνα με τη συγγραφέα, δεν μετρά ξερές,
αποστηθισμένες γνώσεις, αλλά την ικανότητα του μαθητή να σκεφτεί, να αναλύσει,
να συνθέσει και να χρησιμοποιήσει τη γνώση. Είναι δηλαδή ένα εργαλείο
ποσοτικής αποτύπωσης των χρηστικών δεξιοτήτων μάθησης που αποκτούν τα παιδιά
φεύγοντας από το Γυμνάσιο. Όσο και να θέλουμε να το υποτιμήσουμε (επειδή ίσως
δεν μας αρέσει η εικόνα που προβάλλει) η
αλήθεια είναι ότι δίνει κάποια μια κάποια εικόνα, που δεν μπορεί να αγνοηθεί.
Η συγγραφέας έχει πραγματοποιήσει
μια εκτενή και καλά στοιχειοθετημένη βιβλιογραφική, αλλά και
δημοσιογραφική έρευνα, τα εργαλεία της οποίας παρουσιάζονται στο βιβλίο, και
συγκρίνει με άμεσο τρόπο τρεις χαρακτηριστικές χώρες-παραδείγματα: 1)Τη
Φιλανδία που έρχεται συνήθως πρώτη ανάμεσα στις Ευρωπαϊκές χώρες και είναι παράδειγμα
πρότυπου εκπαιδευτικού συστήματος, το οποίο έχουμε κατά καιρούς προσπαθήσει να
μιμηθούμε άκομψα και αποσπασματικά, 2) Τη Νότια Κορέα, που πετυχαίνει υψηλά
αποτελέσματα, αλλά με απάνθρωπη πίεση στους μαθητές, 3)Την Πολωνία η οποία πέτυχε
σημαντική άνοδο από το 2006 στις επιδόσεις της, παρά τη γενική και παιδική
φτώχεια που μαστίζει τη χώρα. Στην τελευταία έκδοση του PISA, η Ελλάδα βρίσκεται στην 40η θέση μεταξύ 65 χωρών στις
δεξιότητες ανάγνωσης και ακόμη πιο χαμηλά στα μαθηματικά. Σύμφωνοι, στα
αποτελέσματα του 2012 σίγουρα αποτυπώνεται το αντίκτυπο της κρίσης, και υπάρχει
άμεση σχέση μεταξύ παιδικής φτώχειας και επίδοσης. Όμως τα
αποτελέσματα ήταν κάτω του μέσου όρου από
πριν- παρά τα φροντιστήρια! Για
παράδειγμα στα αποτελέσματα του 2009, η Ελλάδα σημείωσε μικρότερη βαθμολογία
από την Εσθονία, παρότι η τελευταία είχε ποσοστό παιδικής φτώχειας γύρω στο
40%. Μήπως θα πρέπει να βάλουμε το εγωισμό στην άκρη και να δούμε τι πραγματικά
μπορεί να αλλάξει τώρα (πέρα από το οικονομικό θέμα)…
Κάποια χαρακτηριστικά
σημεία από την ανάλυση της Ripley μπορούν να συνοψιστούν
ως εξής:
1)Η επένδυση σε νέες τεχνολογίες ΔΕΝ έχει βρεθεί να βοηθά ιδιαίτερα στο
μαθησιακό αποτέλεσμα. Η συγγραφέας στηλιτεύει ιδιαίτερα τα υπέρογκα ποσά που
ξοδεύονται στις ΗΠΑ για διαδραστικούς πίνακες, χωρίς κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα
στη βελτίωση της μάθησης. Οι πόροι θα μπορούσαν πολύ πιο αποτελεσματικά να
επενδυθούν στο ανθρώπινο δυναμικό και ειδικά στην άριστη εκπαίδευση των
εκπαιδευτικών, η οποία έχει βρεθεί ότι είναι κρίσιμης σημασίας για την ποιότητα
της εκπαίδευσης μαθητών που παρέχουν. Νομίζω ότι έχουμε πολλά να διδαχθούμε εδώ,
καθώς αποδεικνύεται και ποσοτικά, η αίσθηση που έχουν πολλοί εκπαιδευτικοί ότι
η τελευταία μόδα με διαδραστικούς πίνακες σε κάθε τάξη (εν μέσω κρίσης) δεν
προσφέρει τίποτα-τα χρήματα θα μπορούσαν να απορροφηθούν πολύ πιο αποτελεσματικά σε
άλλες οδούς, π.χ. μείωση μαθητών ανά τμήμα, κάλυψη όλων των κενών, καλύτερη
επιμόρφωση εκπαιδευτικών. Σε πολλά σχολεία της πρότυπης Φινλανδίας γράφουν ακόμη με
κιμωλία σε μαυροπίνακα.
2)Ένας βασικός παράγοντας
που σχολιάζει αναλυτικά η Ripley σε σχέση με
την επιτυχία της Φινλανδίας είναι το πολύ
υψηλό επίπεδο των εκπαιδευτικών που επιλέγει. Αντί η εκπαίδευση να αποτελεί
μια βολική επιλογή επαγγελματικής «τακτοποίησης» για ανθρώπους που κατά τα άλλα
δεν ενδιαφέρονται καθόλου για τα παιδιά, οι πανεπιστημιακές σπουδές των
εκπαιδευτικών στη Φινλανδία είναι εξαιρετικά απαιτητικές με 20% των αιτούντων
μόνο να γίνονται αποδεκτοί. Όλοι οι εκπαιδευτικοί εκπονούν αναγκαστικά
μεταπτυχιακό, κατά τη διάρκεια του οποίου παρακολουθούν διδασκαλίες-σε-τάξη
τριών εκπαιδευτικών-μεντόρων και αντίστοιχα παρακολουθούνται στις δοκιμαστικές
διδασκαλίες τους. Βεβαίως στη χώρα μας, σε μια εποχή όπου η παραμικρή υπόνοια
τέτοιων μεθόδων βελτίωσης του επιπέδου των εκπαιδευτικών αντιμετωπίζεται ως απειλή αξιολόγησης
και άρα απόλυσης, είναι δύσκολο να πειστεί κανείς για την αποτελεσματικότητά τους. Όταν οι παρακολουθήσεις διδασκαλίας γίνονται με καθαρά
βοηθητικά κι επιμορφωτικά κριτήρια, θεωρώ ότι
είναι πολύ αποτελεσματικές. Μπορείς να μάθεις πάρα πολλά πράγματα
παρακολουθώντας άλλους να διδάσκουν, αλλά και να βελτιωθείς ο ίδιος από την
καλοπροαίρετη κριτική άλλων που σε παρακολουθούν. Όμως αυτή η διαδικασία για να
αποσπάσει την εμπιστοσύνη των εκπαιδευτικών σήμερα θα πρέπει να απεξαρτηθεί από οποιαδήποτε προσπάθεια «αξιολόγησης»-«απόλυσης» , να
πραγματοποιείται από συμβούλους που έχουν μεγάλη εμπειρία από τάξη, να λειτουργεί ως επιμορφωτικό εργαλείο και εκτός του στενού πλαισίου
του σχολείου εργασίας, όπου ευδοκιμεί έδαφος για συναδελφικούς
ανταγωνισμούς. Νομίζω ότι αν οι συνάδελφοι νιώσουν ότι δεν απειλούνται, με
μεγάλη όρεξη θα συνεργαστούν στη βελτίωση της διδακτικής τους, καθώς βελτιωμένη
διδακτική σημαίνει πιο ευχάριστο μάθημα και για τα παιδιά, αλλά και για εμάς.
Όσον αφορά στην επιμόρφωση, πολλοί νέοι συνάδελφοι έχουν μεταπτυχιακά ούτως ή
άλλως και θα είχε ενδιαφέρον κάποια στιγμή να διαπιστωθεί κατά πόσον αυτά έχουν
αποδώσει στην ποιότητα του μαθήματος. Πολύ περισσότερο όμως, η υποχρεωτική διαρκής επιμόρφωση των
εκπαιδευτικών από άξιους κι ενδιαφέροντες επιμορφωτές είναι από τα
σημαντικότερα κεφάλαια επένδυσης στην εκπαίδευση.
Σε ένα
ακόμη πιο αμφιλεγόμενο συμπέρασμα, η Ripley επισημαίνει ότι οι αμοιβές των εκπαιδευτικών ΔΕΝ σχετίζονται απαραίτητα με την ποιότητα της εκπαίδευσης που παρέχεται (σχολιάζει
το παράδειγμα της Ισπανίας, προ κρίσης). Μέχρι κάποιο επίπεδο, το συμπέρασμα
ακούγεται λογικό: η αλήθεια είναι ότι το ότι δίνεις περισσότερα λεφτά σε έναν
εκπαιδευτικό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα φιλοτιμηθεί να δώσει τον καλύτερο
εαυτό του στην τάξη. Από την άλλη πλευρά γνωρίζουμε ότι όταν τον κατακλύζουν
προβλήματα βασικής επιβίωσης, όπως σε πολλές ελληνικές οικογένειες σήμερα, ίσως
να μην μπορεί να αποδώσει ακόμη κι αν το θέλει. Σύμφωνα με την έρευνα πάντως, η
αμοιβή των εκπαιδευτικών δεν είναι ο πιο βασικός παράγοντας- τουλάχιστον όχι με
τον τρόπο που συχνά παρουσιάζεται στην χώρα μας.
3)Ένας τρίτος σημαντικός
παράγοντας που επισημαίνει η Ripley είναι η έμφαση που
δίνει μια κοινωνία στην εκπαίδευση: Δίνουν οι γονείς αξία στη μάθηση των παιδιών τους; Αποτελεί ευρεία κοινωνική
φιλοδοξία να αριστεύσει κάποιος στην παιδεία; Θυμάμαι όταν ήμουν έφηβη, η
ανάγνωση εξωσχολικών βιβλίων στις διακοπές ήταν από τα κεντρικά ζητούμενα του
καλοκαιριού και η επιλογή τους θέμα έντονης συζήτησης μεταξύ εφήβων. Σήμερα
πια, ποιοι έφηβοι στην Ελλάδα διαβάζουν εξωσχολικά βιβλία; Σιγά σιγά χάνουμε ως
κοινωνία την αίγλη και την αγάπη που είχαμε κάποτε για τη μάθηση- όχι μόνο ως
μηχανισμό επαγγελματικής προόδου, αλλά ως αξία για τη δια βίου εξέλιξη και
προσωπική ικανοποίηση. Όσο απογοητευμένοι κι αν είμαστε από την αναντιστοιχία
εκπαιδευτικής επένδυσης κι επαγγελματικής απόδοσης, μην ξεχνάμε ότι η παιδεία είναι αδιαπράγματευτη αξία
από μόνη της. Αν κάποτε κάτι μας ξεχωρίσει από τους υπόλοιπους λαούς, θα πρέπει
να είναι αυτό.
4)Ένας τέταρτος βασικός
παράγοντας στις αποδόσεις μαθητών που αναφέρει η Ripley (και κατά τη γνώμη μου ο πιο επείγων παράγοντας για την Ελλάδα σήμερα)
είναι οι υψηλές προσδοκίες από τους
μαθητές. Σε μια παράδοξη δήλωση ένας Φινλανδός δάσκαλος σε σχολείο με
σχετικά μεγάλη παιδική φτώχεια, αλλά υψηλές επιδόσεις, ανέφερε ότι προσπαθεί να
ΜΗΝ διαχωρίζει τα παιδιά ανάλογα με το να έχουν οικογενειακά προβλήματα,
δύσκολες συνθήκες διαβίωσης κλπ., αλλά να προσδοκεί από ΟΛΑ τα παιδιά να δώσουν τον
καλύτερο εαυτό τους. Ίσως για εμάς του Έλληνες, που έχουμε περάσει στην άλλη άκρη να
μετατρέπουμε το 02 σε 12, να ακούγεται σκληρό, στην πράξη όμως η υπερβολική
επιείκεια και η προαγωγή αναλφάβητων ποιον τελικά εξυπηρετεί; Σίγουρα όχι το
παιδί. Γονείς κι εκπαιδευτικοί έχουμε
ισοπεδώσει τις προσδοκίες μας στο μηδέν, δημιουργώντας μια εξίσου μαλθακή
γενιά, η οποία βρίσκει συνεχώς δικαιολογίες για να μην καταβάλλει προσπάθεια. Ανεβάζουμε
τεχνητά τους βαθμούς γιατί πραγματικά
το παιδί δεν μπορεί ή γιατί απλά το διευκολύνουμε ώστε να μην προσπαθήσει το
μέγιστο; Η κάθε περίπτωση είναι διαφορετική και χρειάζεται μεγάλη
διάκριση αλλά και ανθρωπιά.
Η αριστεία, το να ωθείς συνεχώς τον εαυτό σου να εκπληρώσει το
υψηλότερο δυναμικό του, είναι επίσης αξία
από μόνη της, αξία ζωής. Υψηλές προσδοκίες δεν σημαίνει εκδίκηση ή ταπείνωση του μαθητή αν δεν τις
πετύχει. Σημαίνει όμως να σταματήσουμε να βλέπουμε τους μαθητές μας ως
ανάπηρους! Να σταματήσουμε να ενδίδουμε στις πιέσεις των γονιών, που θέλουν
βαθμούς χωρίς δουλειά για να ικανοποιηθεί το δικό τους εγώ. Να σταματήσουμε να
αδιαφορούμε για το αν ο μαθητής προσπαθεί ‘εφόσον το σύστημα είναι έτσι’. Το γνωστό δίλημμα αν θα μείνουν ή όχι στην
ίδια τάξη βασανίζει κάθε χρόνο κάθε σύλλογο και καταλήγουμε κάθε φορά να τραβάμε
βαθμούς από τα μαλλιά. Νομίζω ότι αυτό θα πρέπει να σταματήσει. Μια πρόταση θα
ήταν να θεσπίσει το δημόσιο σχολείο υποχρεωτική
καλοκαιρινή ενισχυτική διδασκαλία για όσους έχουν ‘κοπεί’ και οι βαθμοί των εξετάσεων Ιουνίου
και Σεπτεμβρίου να είναι ρεαλιστικοί. Δεν θα λιώσουν τα παιδιά να κάνουν
μάθημα το καλοκαίρι! Απεναντίας, αυτό θα αποτελέσει ισχυρότερο κίνητρο για να
εργαστούν πιο σκληρά από πριν. Τουλάχιστον, θα σταματήσει αυτή η απόλυτη
απαξίωση του ελληνικού σχολείου και θα μάθουν τα παιδιά να έχουν μια στοιχειώδη
συνέπεια.
5)Μια διαφορετική όψη
στον εκπαιδευτικό ανταγωνισμό
αποτελεί η περίπτωση της Ν. Κορέας, μίας από τις πρώτες χώρες στις επιδόσεις PISA, αλλά με ποιο κόστος; Παιδιά που είναι από τις 8 το πρωί στο σχολείο μέχρι
τις 8 το βράδυ και κατόπιν στο φροντιστήριο μέχρι τις 10 (μετά η αστυνομία
κάνει ελέγχους για τους παραβάτες που συνεχίζουν και διαβάζουν!). Παιδιά που
κατά κανόνα φέρνουν ειδικό μαξιλάρι στο σχολείο και κοιμούνται (χωρίς
παρεξήγηση) λόγω εξάντλησης. Παιδιά που το μόνο που τα απασχολεί είναι ο
τελικός βαθμός, ο οποίος καθορίζει το μέλλον τους και την κοινωνική τους εξέλιξη,
παρότι μισούν το σχολείο. Παιδιά που δεν έχουν καμία επικοινωνία μεταξύ τους,
καθώς δεν φτάνει ο χρόνος. Η αποτυχία δεν συγχωρείται και σημαίνει μόνο ένα
πράγμα: ότι δε δούλεψες αρκετά σκληρά (αμάρτημα στις συνθήκες άκρατου
ανταγωνισμού). Παρότι το σύστημα αποδίδει μετρήσιμο αποτέλεσμα, έχει επίσης πολλές άλλες
αρνητικές συνέπειες, κάποιες άμεσες, κάποιες έμμεσες. Καθώς, η εξοντωτική μελέτη
γίνεται για τη χάρη του ανταγωνισμού και μόνο, όταν τα παιδιά περνούν στο
πανεπιστήμιο, τα κίνητρα για αριστεία χάνονται, ενώ δε λείπουν οι προσπάθειες
για αντιγραφή ή χειρισμό των βαθμών με πλάγιους τρόπους, ενώ δύσκολα μπορεί να
εκτιμηθεί το μακροπρόθεσμο ψυχολογικό αντίκτυπο μιας τόσο πιεσμένης εφηβικής
ηλικίας. Η μάθηση δεν αποτελεί αξία από μόνη της, ούτε εσωτερικό ζητούμενο. Είναι
απλά ένα μέσο για υψηλότερο βαθμό, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για τη συγκεκριμένη
κοινωνία. Παρόλα αυτά, σύμφωνα με τη συγγραφέα, επειδή το σύστημα είναι σχετικά
αξιοκρατικό, τα παιδιά μαθαίνουν ότι η πρόοδος και η ανταμοιβή έρχονται ως
αποτέλεσμα σκληρής δουλειά κι όχι απαραίτητα ταλέντου, απαίτησης των γονιών ή άλλων ‘εκπτώσεων’.
6)Η Ripley κατακρίνει
αρκετά καυστικά το κίνημα «αυτό-εκτίμησης»
που άνθισε κατά τη δεκαετία του 90 και κατά τη γνώμη της, η υπερβολική επιβράβευση
αναστέλλει τα κίνητρα για μάθηση στα παιδιά. Προσωπικά διαφωνώ, όμως οφείλω να
διαπιστώσω κάποιες παρεξηγήσεις, που συνδέονται κυρίως με το ανασφαλές ‘εγώ’
του τυπικού Έλληνα γονιού: Η επιβράβευση δεν μπορεί να είναι υποκατάστατο του
χρόνου που αφιερώνουμε σε ένα παιδί. Αν είναι να 'λούζουμε' το παιδί στα
κοπλιμέντα επειδή δεν μπαίνουμε στον κόπο να ασχοληθούμε μαζί του, εξαπατούμε
το παιδί. Ούτε μπορεί να είναι ο μοχλός για την προσωπική μας δικαίωση στην
κοινωνία. Και δεν μπορεί φυσικά να υπάρχει επιβράβευση για την τεμπελιά και την
αρνητική συμπεριφορά. Δυστυχώς, παρατηρώ πολύ συχνά όλες τις παραπάνω στάσεις σε
Έλληνες γονείς, οι οποίοι απαιτούν βαθμούς χωρίς δουλειά, έπαινο χωρίς προσπάθεια
και επιβράβευση χωρίς σεβασμό. Η ζημιά που γίνεται στη νεολαία είναι τεράστια,
καθώς ενθαρρύνει την αίσθηση του «entitlement», δηλαδή «δικαιούμαι
χωρίς να προσφέρω». Η επιμονή για σκληρή δουλειά, η ανθεκτικότητα και η αυτό-πειθαρχία είναι
σημαντικές αρετές, που χρειάζεται να καλλιεργηθούν σε κάθε οικογένεια, χωρίς να ευνουχίζονται τα παιδιά από την
υπερπροστασία, την έλλειψη προσδοκιών και τον υπερβολικό φόβο «μη πάθει τίποτα
το παιδί». Η αυτό-εκτίμηση του παιδιού λοιπόν αυξάνεται ουσιαστικά, όταν μαζί
με την επιβράβευση, ο γονιός αφιερώνει χρόνο καθημερινά να διαβάζει μαζί με το
παιδί, αλλά και όταν ωθεί με θετικό τρόπο το παιδί να γίνει το μέγιστο που
μπορεί- όχι το ελάχιστο.
7)Ένα άλλο πολύ
ενδιαφέρον παράδειγμα που αναφέρει η Ripley είναι η περίπτωση της Πολωνίας,
οι επιδόσεις της οποίας ανέβηκαν θεαματικά από το 2000 ως το 2006, παρά τα
μεγάλα ποσοστά παιδικής φτώχειας. Τα αίτια είναι περίπλοκα, αλλά κάποια
βασικά σημεία είναι, σύμφωνα με τη συγγραφέα, η επανεκπαίδευση του ¼ των
εκπαιδευτικών, οι τακτικές αξιολογήσεις σε εθνικό επίπεδο, ώστε να στηριχτούν
τα παιδιά και τα σχολεία που έδειχναν
ότι έχουν μείνει πίσω, και –κυρίως- η εισαγωγή ενός επιπλέον έτους γενικής παιδείας στο γυμνάσιο ΠΡΙΝ διαχωριστούν
οι μαθητές σε επαγγελματικό ή γενικό λύκειο. Ο επιπλέον αυτός χρόνος φαίνεται
να είναι κρίσιμης σημασίας και σε αυτό το έτος δίνεται πολύ μεγάλη έμφαση στη
στήριξη των αδύναμων μαθητών. Το δεδομένο αυτό διαπραγματεύεται αναλυτικά η συγγραφέας
και αναρωτιέμαι κατά πόσον θα ήταν χρήσιμο να εισαχθεί και στη χώρα μας. Σίγουρα αποδεικνύει την αξία της γενικής παιδείας, ειδικά στην κρίσιμη αυτή εφηβική ηλικία.
Τέλος, ο κοινός παρονομαστής
που προκύπτει από την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μελέτη της Ripley είναι η επιμονή στην πραγματική αριστεία, οι υψηλές προσδοκίες
και η πρωταρχική αξία που δίνεται από την κάθε κοινωνία στην υψηλής
ποιότητας εκπαίδευση. Οι επιδόσεις των μαθητών, μέρος της οποίας
αποτυπώνεται στο διαγωνισμό PISA, είναι ο αδυσώπητος
καθρέφτης της αποδοτικότητας ενός εκπαιδευτικού συστήματος. Σίγουρα δεν είναι ο
μόνος και σίγουρα υπάρχουν πολλές αόρατες διαστάσεις που δεν μπορούν να μετρηθούν. Δεν
μπορούμε να στηριχθούμε όμως μόνο στις αόρατες, για να ακυρώσουμε κάποιες δυσάρεστες
ορατές αποδείξεις. Είναι κρίμα να σπαταλιέται το διανοητικό δυναμικού ενός ιδιαίτερα
ευφυούς και ευρηματικού λαού όπως ο δικός μας, για χάρη κάποιας παρωχημένης ιδεοληψίας
σχετικά με την υποτιθέμενη ευφορία της ελάχιστης προσπάθειας.