Βλέπεις δεν ήταν πια εκεί το χέρι που τις φρόντιζε. Αυτές τις τριανταφυλλιές δεν τις έβαλε ούτε ο δήμος, ούτε το σχολείο. Τις έβαλε η κυρία Ε., μια χαμογελαστή, υπερήλικη κυρία της γειτονιάς, με μόνιμη κύρτωση στην πλάτη και δυσκολία στο περπάτημα, που όμως σιγά σιγά, κούτσα κούτσα, πάντα πήγαινε στην εκκλησία της, πάντα πήγαινε τη βόλτα της, πάντα γελαστή, πάντα φιλική με όλους. Πάντα με μια ιστορία, από τις πολλές που της άφησε η μακρόχρονη πείρα της, ιστορίες για τη ζωή, για τους αγίους, για την ιδιαίτερη πατρίδα της τη Χίο, πάντα με την αγάπη και την απλότητα ενός μικρού παιδιού.
Μου έκαναν όμως εντύπωση οι τριανταφυλλιές. Η κυρία Ε. είχε κήπο και στο δικό της σπίτι. Δεν είχε ανάγκη να φυτέψει στο σχολείο για να ικανοποιήσει κάποιο ‘χόμπι’ κηπουρικής. Η κυρία Ε. έβαλε τις τριανταφυλλιές στον κήπο του σχολείου, απλά γιατί ήταν όμορφες. Ομόρφαιναν τη γειτονιά. Δεν μπήκε καν στο σχολείο. Πέρασε τα χεράκια της από τα αραιά κάγκελα και φύτεψε πολλές πανέμορφες τριανταφυλλιές, τις οποίες επίσης πότιζε απ’ έξω και κλάδευε όσο μπορούσε. Μου έκανε τόσο εντύπωση αυτή η κίνηση. Συνήθως όταν περνάνε χέρια από κάγκελα είναι για να πάρουν κάτι ή να ζητήσουν κάτι. Σχεδόν ποτέ για να δώσουν και μάλιστα χωρίς υποχρέωση…
Όποτε περνούσα από το σχολείο πάντα σταματούσα για να μυρίσω τα βελούδινα τριαντάφυλλα της κυρίας Ε. Δεν τα έκοβα βέβαια, γιατί γενικά είμαι εναντίον να κόβω λουλούδια και γιατί φυσικά δεν ήταν δικά μου. Δυστυχώς όμως συνήθως δε βλέπουμε πια συχνά τα τριαντάφυλλα της κυρίας Ε. γιατί άλλα (νεότερα) ‘χεράκια’, άλλες κυρίες , νεότερες από την κυρία Ε., πιο καπάτσες, πιο κοσμικές, πιο μοντέρνες έρχονται και κόβουν τα τριαντάφυλλα, γιατί… έτσι. Γιατί μπορούν. Για την πάρτη τους. Γιατί θεωρούν ότι δικαιούνται αυτό που δεν είναι δικό τους. Και δεν κόβουν ένα. Τα κόβουν όλα.
Αυτό το απλό παράδειγμα αντίθεσης συμβολίζει τη βαθιά πνευματική χρεωκοπία της εποχής μας. Από τη μια μεριά η αρχοντιά, η πηγαία καλοσύνη, το μεράκι που είχε η κυρία Ε. να φυτέψει λουλούδια για να ομορφαίνουν το σχολείο και τη γειτονιά. Από την άλλη, το αρπακτικό χέρι, που βουλιμικά απλώνεται για να πάρει, να πάρει, να πάρει. Να πάρει τα λουλούδια του σχολείου, Να πάρει τα λουλούδια από την εικόνα της Παναγίας (για την Παναγία δόθηκαν, όχι για σένα!). Να πάρει τα λουλούδια της φύσης, κόβοντάς τα μόνο και μόνο για να τα μυρίσει κι αμέσως μετά να τα πετάξει πάλι. Αυτή ακριβώς η αντίθεση, το χεράκι που φυτεύει για να δώσει και το χεράκι που κόβει για να πάρει, συνοψίζει απόλυτα την ηθική και πνευματική μας φτώχεια... Θεωρούμε ότι δικαιούμαστε τα πάντα, γιατί έτσι... Χρησιμοποιούμε τη φύση για την πάρτη μας γιατί έτσι... Παίρνουμε χωρίς σκέψη για τους άλλους, παίρνουμε χωρίς ευγνωμοσύνη, παίρνουμε χωρίς φειδώ, παίρνουμε χωρίς μέτρο. Παίρνουμε, παίρνουμε, παίρνουμε....
Η κυρία Ε. έφυγε από τη ζωή πριν λίγο χρόνια. Το έμαθα μετά από αρκετό καιρό, καθώς με την αποξένωση που έχουμε στις γειτονιές των πόλεων, δεν ξέρουμε πια ποιος ζει και ποιος πεθαίνει δίπλα μας. Πέθανε εν μέσω της ‘κρίσης’, που όμως συναισθηματικά δεν την άγγιξε γιατί η ίδια είχε περάσει πολύ δυσκολότερα ιστορικά γεγονότα και είχε μάθει να κρατά πάντα το χαμόγελο και την πίστη της που τόσο αγαπούσε. Όπως και την ομορφιά που υπηρέτησε. Έφυγε μαζί με μια γενιά, που είχε αξίες και έναν πνευματικό πλούτο που θα δυσκολευτούμε πολύ να ξανα-αποκτήσουμε. Οι τριανταφυλλιές της, αποδεκατισμένες πια, έχουν απομείνει να την θυμίζουν στα ελάχιστα άτομα που έτυχε να γνωρίζουμε πώς προέκυψαν. Όλοι οι υπόλοιποι, μαζί με τα παιδιά του σχολείου, συνεχίζουν να τις αγνοούν, προχωρώντας στον ρου της ζωής θεωρώντας δεδομένο ότι κάποια πράγματα γύρω τους απλά υπάρχουν. Χωρίς να σκεφτόμαστε ποτέ ότι και για το παραμικρό κάποιος δούλεψε, κάποιος έβαλε το χεράκι του…