Η Ναρκισσιστική Διαταραχή Προσωπικότητας είναι περισσότερο συνηθισμένη από όσο γνωρίζουμε και αποτελεί σημαντική πηγή προβλημάτων στη συντροφική, οικογενειακή, αλλά και επαγγελματική, σχέση. Προς χάριν συντομίας, αναφέρομαι στον ναρκισσιστή σε αρσενικό γένος, όμως είναι χαρακτηριστικό και των δύο φύλων. Είναι δύσκολο να καταλάβεις έναν ναρκισσιστή από την αρχή, γιατί ο τρόπος με τον οποίον αρχικά προσεγγίζουν είναι υπερβολικά ενθουσιώδης. Δίνουν κοπλιμέντα, προσοχή, τηλεφωνήματα, δείχνουν μια ξαφνική αγάπη κι ένα υπέρμετρο ενδιαφέρον, το οποίο, σε μοναχικούς κι ευάλωτους ανθρώπους, είναι ιδιαίτερα ελκυστικό. Στην πραγματικότητα, ο ναρκισσιστής δεν ενδιαφέρεται για το άτομο που θέλει να ελκύσει. Απλά, ως ναρκισσιστής, έχει συνεχή και υπέρμετρη ανάγκη από τον θαυμασμό και την προσοχή των άλλων, όσων περισσότερων άλλων μπορεί να ‘κατακτήσει’. Η υπερβολική εκδήλωση ενδιαφέροντος διαρκεί τόσο, όσο η κατάκτηση. Άπαξ και καταλάβει ότι η ‘θαυμάστριά’ του είναι δεδομένη, το ενδιαφέρον του μειώνεται κι αρχίζει εκ νέου την κατάκτηση ενός νέου θαυμαστή ή θαυμάστριας. Για παράδειγμα, στην αρχή μιας σχέσης ο ναρκισσιστής παίρνει πολύ συχνά τηλεφωνήματα, π.χ. μετά από μία συνάντηση ‘πήρα τηλέφωνο να δω αν έφτασες καλά στο σπίτι σου’. Αυτό το ενδιαφέρον ακούγεται πολύ κολακευτικό σε ένα άτομο που ζει μόνο του ή που δεν έχει βιώσει αυτού του είδους τη φροντίδα από το περιβάλλον του. Όμως μετά την ‘κατάκτηση’, το ενδιαφέρον σταματά. Η σύντροφος μπορεί να κάνει πολύ πιο επικίνδυνα ή μακρινά ταξίδια, αλλά ο ναρκισσιστής σύντροφος δεν ενδιαφέρεται πια να τηλεφωνήσει αν έφτασε καλά ή όχι.
Ο ναρκισσιστής δεν δέχεται καμία κριτική για τις πράξεις του. Μπορεί να γίνει επιθετικός κι εκδικητικός στην οποιαδήποτε διόρθωση, ακόμη κι αν γνωρίζει εσωτερικά ότι έχει διαπράξει σφάλμα (το οποίο δεν πρόκειται να παραδεχτεί στους άλλους). Δεν ζητά συγνώμη, ούτε ακόμη και για τα πιο κραυγαλέα ατοπήματα, όπως π.χ. όταν ακυρώνει τελευταία στιγμή ένα γεύμα για το οποίο το άλλο άτομο έχει αφιερώσει ώρες προετοιμασίας. Αναζητά συνεχώς τον θαυμασμό και με τους χειρισμούς του καταφέρνει εν μέρει να το πετύχει. Χρησιμοποιεί το γεγονός ότι έχει άλλους θαυμαστές (ή θαυμάστριες) για να κάνει το άτομο που είναι μαζί του να νιώσει μειονεκτικά ή να ζηλέψει. Δεν είναι ασύνηθες π.χ. για έναν ναρκισσιστή να πει στη σύντροφό του, όταν εκείνη διαφωνήσει μαζί του: «Τι θέλω και κάθομαι μαζί σου… Θα μπορούσα τώρα να ήμουν με την Χ…». Έχει τόσο υπερφουσκωμένη αίσθηση εαυτού που πιστεύει ότι οι άλλοι του οφείλουν χάρη που περνούν χρόνο μαζί του. Δυσκολεύεται πάρα πολύ να δει τους άλλους ως ίσους και ζηλεύει πολύ όταν οι άλλοι επιδεικνύουν κατορθώματα που δεν καταφέρνει ο ίδιος. Καταφέρνει να αποξενωθεί από τους συνεργάτες του, καθώς τον θεωρούν υπερόπτη και συχνά οι συνάδελφοί του νιώθουν απαξιωμένοι κοντά του.
Πιο χαρακτηριστικό ακόμη είναι ότι ο ναρκισσιστής μπορεί να γίνει κακοποιητικός, ξεπερνώντας τα όρια. Θεωρεί ότι έχει υπέρμετρα δικαιώματα απέναντι στους άλλους, π.χ. ο ναρκισσιστής σύντροφος που κατέβασε τη μάσκα στη φίλη του σε δημόσιο χώρο, γιατί εκείνος είναι κατά της μάσκας, ενώ εκείνη φοβόταν. Θεωρεί ότι έχει εξουσία στο άλλο άτομο και αυτή η εξουσία του δίνει το δικαίωμα να παρεμβαίνει στον σωματικό χώρο των άλλων, ανάλογα με τα δικά του πιστεύω. Επίσης, δεν ενδιαφέρεται για τα συναισθήματα που προκαλεί στο άλλο άτομο. Πολλές φορές οι φίλοι ενός ναρκισσιστή προσπαθούν να του εξηγήσουν πώς η συμπεριφορά του πληγώνει, αλλά εκείνος αντιδρά με ειρωνεία και ελαχιστοποίηση. «Ευαισθητούλα», «παραπονιάρη», «υπερβολική» είναι όροι που χρησιμοποιούν συχνά οι ναρκισσιστές για να μειώσουν τα συναισθήματα των άλλων και να μην αναλάβουν την ευθύνη των πράξεών τους. Ακόμη κι όταν γνωρίζει ότι ξεπέρασε τα όρια, ο ναρκισσιστής δεν θα επικοινωνήσει για μεγάλο διάστημα, ώστε να βεβαιωθεί ότι το θύμα του έχε ‘ξεχάσει’ αυτό που έγινε. Αν καταλάβει ότι το πρώην θύμα του δεν είναι διατεθειμένο να ξεχάσει, θα φροντίσει να απομακρυνθεί όσο πιο αδιάφορα και ψυχρά γίνεται, γιατί σε καμία περίπτωση δε θέλει να φανεί ότι τον άφησαν, αλλά ότι εκείνος εγκατέλειψε πρώτος.
Ο ναρκισσιστής έχει μειωμένη γνωστική ικανότητα για ενσυναίσθηση. Δεν μπορεί να μπει στη θέση του άλλου, δεν μπορεί να καταλάβει πώς νιώθει ο άλλος και ως εκ τούτου πολλές φορές φαίνεται ότι δεν νοιάζεται για το πώς νιώθει ο άλλος. Η Elinor Greenberg, συγγραφέας του βιβλίου «Borderline, Narcisistic and Schizoid Adaptations:The Pursuit of Love, Admiration and Safety», αναφέρει ότι οι ναρκισσιστές δεν έχουν το επονομαζόμενο ‘object constancy’ (‘σταθερότητα του αντικειμένου’), δηλαδή την ικανότητα να βλέπουν το άλλο άτομο, ως ένα άτομο που σταθερά αγαπούν, παρά την προσωρινή διαφωνία. Η αίσθηση του εγώ απειλείται τόσο πολύ από το γεγονός ότι ο άλλος τους αμφισβητεί, που χάνουν τη γενικότερη εικόνα, απορροφούνται παντελώς από την απειλή αυτή κι εκείνη τη στιγμή πραγματικά μισούν το άτομο που τους κάνει κριτική, ακόμη κι αν είναι ο αδερφός τους. Για αυτό και είναι τόσο δύσκολο να επικοινωνήσει κάποιος με ναρκισσιστές και να τους υποδείξει τα λάθη τους.
Δυστυχώς, ο χώρος της ψυχοθεραπείας, αλλά και όλων των θρησκειών και παραθρησκειών, όπως ενίοτε και της εκπαίδευσης, έλκει ιδιαίτερα τους ναρκισσιστές. Ο επαγγελματίας βρίσκεται σε μια θέση ισχύος, με ευάλωτα άτομα γύρω του (ή παιδιά), ένα ακροατήριο που τον ακούει, χωρίς να τολμά να τον αμφισβητήσει. Μέσα από αυτό, ο ναρκισσιστής εισπράττει μεγάλη ικανοποίηση. Δεν δείχνει όμως το ίδιο ενδιαφέρον να μιλήσει στο κάθε άτομο ξεχωριστά, ιδιαίτερα αν το θεωρεί ‘δεδομένο’. Θέλει όσο μεγαλύτερο ακροατήριο γίνεται. Σε θρησκευτικούς και παραθρησκευτικούς χώρους, η παραμικρή διαφωνία με τον ‘γκουρού’ είναι πνευματικά κατακριτέα (λόγω μιας κακώς εννοούμενης ‘υπακοής’) και μπορούν να αναπτυχθούν διάφορες ψυχοπαθολογικές καταστάσεις, με αποτέλεσμα μεγάλη ψυχική και πνευματική ζημιά στους ωφελούμενους. Κατά τη γνώμη μου, όσοι βρίσκονται σε τέτοιους ρόλους, ακόμη και μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, θα πρέπει να υπόκεινται σε συνεχή μετεκπαίδευση και συνεχή εποπτεία, καθώς, απουσία ελέγχου, είναι πολύ εύκολο, ακόμη και ισχνές ναρκισσιστικές τάσεις, να ξεφύγουν εκτός ορίων.
Πώς μπορεί να αντιμετωπισθεί ένας ναρκισσιστής; Η δυσκολία είναι ακριβώς στην αναγνώριση του λάθους. Για να αλλάξει κάποιος άνθρωπος πρέπει να αναγνωρίσει ότι χρειάζεται να αλλάξει. Οι ναρκισσιστές δεν δέχονται καμία κριτική, ειδικά από άλλους. Μόνο όταν ίσως φτάσουν τα πράγματα σε αδιέξοδο, επαγγελματικά ή οικογενειακά, μπορεί να πειστούν ότι χρειάζονται ψυχοθεραπεία. Η ψυχοθεραπεία μπορεί να βοηθήσει τους ναρκισσιστές να αναπτύξουν ενσυναίσθηση και μια πιο ασφαλή αίσθηση του εγώ, όπως επίσης και να αποκτήσουν καλύτερες δεξιότητες στις κοινωνικές τους σχέσεις. Η ανάγκη όμως για ψυχοθεραπεία είναι κάτι που θα πρέπει να προκύψει είτε από τους ίδιους, είτε από κάποιο τρίτο άτομο, λιγότερο εμπλεκόμενο, από το οποίο δεν νιώθουν ότι απειλούνται. Δεν μπορεί να προκύψει π.χ. από το αίτημα ‘θεραπείας ζεύγους’, που γίνεται συνήθως με πρωτοβουλία της σνυτρόφου-θύμα. Η σύντροφος-θύμα θα πρέπει να σκεφτεί κατά πόσον είναι διατεθειμένη να ανεχτεί τέτοιες συμπεριφορές που δύσκολα αλλάζουν. Αν μπορεί να της ανεχτεί με σχετικά μικρό κόστος στον ψυχισμό της, έχει καλώς. Αν όμως βρίσκει ότι στεναχωριέται υπερβολικά συχνά, ότι βάλλεται η αυτό-εκτίμησή της, ότι δεν μπορεί να συγκεντρωθεί στη δουλειά της, ή ότι κινδυνεύει από κακοποίηση, πρέπει να φύγει από τη σχέση.
Πρεκατέ Βικτωρία, www.brightplanet.blogspot.gr, 11/10/2020