Ένας τόπος με το πιο τρυφερό φως, την πιο καρδιακή αγάπη… Ακόμη πιο πολλή κι από τη συγχώρεση κι από την αυτοθυσία… Αυτό το φως έφερε Εκείνος που θυσιάστηκε πρόθυμα για το καλό των εχθρών Του. Έτσι καταλαβαίνω τον τόπο της καρδιάς του Θεού, που αγαπά τα παιδιά Του τόσο πολύ, που πονά για τα παιδιά Του τόσο πολύ, που τα λαχταρά συνεχώς, που τους έδωσε τα πάντα κι όμως εμείς Τον αφήσαμε. Τον αφήσαμε γιατί μας πλάνεψε το κακό να πιστέψουμε ότι τόση αγάπη δεν μπορεί να είναι αληθινή. ‘Δεν είναι δυνατό κάποιος να σε αγαπά τόσο πολύ’, μας ψιθύρισε στο αυτί. ‘Κάποιο λάκκο έχει η φάβα, σε εξαπατούν πρόσεχε…’ μας είπε κι εμείς σκεφτήκαμε ‘Εγώ είμαι έξυπνος, δεν θα αφήσω να μου τη φέρει ο Θεός’. Χωρίς να μπούμε στον κόπο να εξετάσουμε ποιος μας τα λέει αυτά, τα πιστέψαμε. Μας αμφισβήτησε το Θεό -όχι κατά μέτωπο, γιατί αυτό θα προκαλούσε αντίδραση- αλλά σιγά σιγά, ύπουλα.... Τον υποτίμησε, λίγο τον γελοιοποίησε, έφερε 'έξυπνα' επιχειρήματα που Τον μείωναν.Τον έκανε να φαίνεται μικρός κι αδύναμος, έτσι περίπου όπως η αθεϊα σήμερα παρουσιάζει την πίστη στο Θεό σαν μια παιδική ασθένεια, μια νηπιακή φαντασίωση, που κάποιοι καημένοι, αδύναμοι κι ανώριμοι κρατούν ακόμη, γιατί έχουν την ανάγκη για πατερίτσες στη ζωή (τις οποίες οι ώριμοι, δυνατοί, ενηλικιωμένοι άθεοι δεν έχουν). ‘Έλα μαζί μου και θα σε βοηθήσω στην επίγεια ζωή με ανταλλάγματα’, συνέχισε, κι εμείς ακολουθήσαμε...
Κι έτσι αφήσαμε το Θεό. Αφήσαμε το Θεό μας και του προκάλεσε τέτοιο πόνο, του κάναμε την καρδιά κομμάτια. Όπως όταν η αγαπημένη αφήνει τον αγαπημένο της και του σπάει την καρδιά, χιλιάδες φορές περισσότερο…Δεν σκεφτόμαστε ποτέ ότι εμείς πληγώσαμε το Θεό, όμως νομίζω πληγώνεται. Σε κάποιες σπάνιες στιγμές αναλαμπής, που σπάνε στο συνεχές της λήθης και της αποσύνδεσης, ίσως στην Εκκλησία, ίσως στην ησυχία της φύσης, ίσως στη βαθιά γαλήνη, μπορεί να το νιώσουμε αυτόν τον πόνο του Θεού....Φύγαμε μακριά Του κι έτσι δεν αισθανόμαστε την αγάπη ή τον πόνο Του, άρα συμπεραίνουμε ότι δεν υπάρχει (και, κατά γενίκευση, συμπεραίνουμε ότι κι Εκείνος δεν υπάρχει). Και μετά Τον κατηγορούμε που μας άφησε και Τον κατηγορούμε που δεν υπάρχει. ‘Αν υπήρχε Θεός, έπρεπε να τον είχαν κλείσει φυλακή’ φώναζε θυμωμένα ο άθεος… Πώς μπορείς να είσαι θυμωμένος με κάτι που πιστεύεις ότι δεν υπάρχει;
Όμως ο Θεός περιμένει. Σε αντίθεση με τον προδομένο αγαπητικό, ο Θεός περιμένει για πάντα. Πώς μπορούμε να είμαστε ξανά μαζί Του; Πώς μπορούμε να Τον αγαπήσουμε ξανά; Πώς μπορούμε να καλλιεργήσουμε πάλι αυτή τη σχέση (η οποία χρειάζεται να μάθουμε να την καλλιεργούμε όπως οποιαδήποτε άλλη σχέση…) Να αναπαυτούμε στο Θεό και να γνωρίζουμε ότι το ‘Είσαι μόνη στο Σύμπαν’ δεν ήταν παρά ένα ψέμα που μας ψιθύρισαν στο αυτί….
Πρεκατέ Βικτωρία- μια πρώην άθεη.
www.brightplanet.blogspot.gr, 26/8/2019