Η τσιγκουνιά έχει πολλά πρόσωπα. Δεν αφορά μόνο τα χρήματα ή
τα υλικά αγαθά. Η τσιγκουνιά ( όπως και το αντίθετό της, η γενναιοδωρία),
μπορεί να εκφράζεται μέσω του χρόνου, της προσοχής, της ευγένειας, της καλοσύνης,
του ενδιαφέροντος, ή των πληροφοριών, που έχουμε (ή δεν έχουμε) τη διάθεση να
μοιραστούμε με κάποιον άλλον. Η τσιγκουνιά, όπως και η γενναιοδωρία, είναι
στάσεις ζωής. Είναι επιλογές της κάθε στιγμής-από τις πιο θεμελιώδεις επιλογές!
Και ανάλογα καθορίζουν την ποιότητα της ζωής που ζούμε.
Δύο περιστατικά, ιδιαίτερα αιχμηρά, μας περιγράφουν το
δίλημμα, με πολύ παραστατικό τρόπο::
Α) Πρόσφατα, στο κέντρο στήριξης αστέγων που βοηθώ
εθελοντικά, συνοδέψαμε έναν άστεγο στον ‘τόπο’ που μένει (στοά καταστήματος στο
κέντρο της Αθήνας). Μετά από λίγη ώρα, ξαναγυρίσαμε να του φέρουμε μια κουβέρτα
που ζήτησε. Εκεί είδαμε κι έναν άλλο άστεγο, τον κύριο Α. Δεν θυμόμουν να είχα
ξαναδεί τον Α. στο κέντρο. Θεώρησα, ότι εφόσον ήταν φίλοι με τον πρώτο άστεγο,
τον κύριο Β., θα γνώριζε για το κέντρο μας, ή τέλος πάντων, θα είχε βρει κάποια άλλα
μέσα ανακούφισης κι ίσως να γινόμουν αδιάκριτη να του μιλήσω για το κέντρο. Με την πείρα της, η άλλη
εθελόντρια, ρώτησε το καινούριο πρόσωπο, τον κύριο Α: «Κι εσείς άστεγος είστε;».
«Ναι». «Έχετε έρθει ποτέ στο κέντρο μας, να, εδώ απέναντι είναι». «Όχι, δεν το
ήξερα». «Πώς όχι; Δεν σας το είπε ο κύριος
Β; Εκείνος έρχεται χρόνια σε εμάς». «Όχι, δεν μου είπε τίποτα, τον Β ξέρω
χρόνια, δεν ήξερα όμως για το κέντρο». Στην πορεία βρέθηκε κι ένας τρίτος
άστεγος, που επίσης έρχεται στο κέντρο μας πολύ καιρό, ο οποίος επίσης δεν είχε
πει τίποτα στον Α., παρόλο που οι τρεις κοιμούνται μαζί. «Ελάτε κύριε Α., σε
εμάς, λειτουργούμε τάδε μέρα και ώρα, θα χαρούμε πολύ να σας δούμε». «Εντάξει».
Ο κύριος Α. χαμογέλασε με το πιο γλυκό και πονετικό χαμόγελο του κόσμου κι
εμείς φύγαμε, ομολογουμένως, με την καρδιά κομμάτια.
Γιατί οι δύο άστεγοι Β. και Γ. δεν είχαν πει τίποτα στον
συμπάσχοντά τους; Τον γνώριζαν πολύ καιρό. Υπέφερε, όπως εκείνοι. Δεν επρόκειτο να έχαναν κάτι, στο κέντρο υπάρχει
αρκετό φαγητό για όλους. Ο μόνος τρόπος που μπορώ να το εξηγήσω είναι ο εξής: Όταν
οι άνθρωποι έχουν στερηθεί τόσο πολύ, τόσα πολλά, από τα πιο βασικά της
στοιχειώδους ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ίσως ο μόνος τρόπος να δώσουν στον εαυτό
τους μια ψευδαίσθηση ότι έχουν κι αυτοί κάτι παραπάνω από κάποιον άλλον, είναι
να στερήσουν από κάποιον τρίτο, εκείνο που θα μπορούσαν να δώσουν- σε αυτήν την
περίπτωση μια απλή, αλλά σωτήρια, πληροφορία. Οι ίδιοι δεν επρόκειτο να
κερδίσουν κάτι, όμως στο νου τους είχαν την αυταπάτη ότι ‘μπορεί σε σχέση με όλη την κοινωνία να μην
έχω τίποτα, όμως να, σε σχέση με τον Α., έχω κάτι παραπάνω που αυτός δεν έχει,
κι αυτό θα είναι μόνο δικό μου, όλο δικό μου’. Το απατηλό γράπωμα της
τσιγκουνιάς.
Πριν βιαστούμε όμως να τους κατακρίνουμε για έλλειψη ανθρωπιάς… στοπ! Εμείς δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να
κατακρίνουμε. ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕΝΑ ΦΑΝΤΑΣΤΟΥΜΕ πώς είναι να είσαι άστεγος. Αυτούς
τους ανθρώπους, δεν είναι μόνο η στέγη, το μπάνιο, η ασφάλεια, είναι ότι η
κοινωνία τους έχει πετάξει εντελώς στα σκουπίδια. Ζουν δίπλα στα σκουπίδια. Ο
δήμος τους πετάει τις κουβέρτες και τα πράγματά τους στα σκουπίδια, όταν
λείπουν, γιατί βεβαίως στην λαμπίκο κοινωνία μας, τα πράγματα ενός άστεγου στο
δρόμο, θεωρούνται σκουπίδια και πετιούνται. Είναι η πιο ακραία κατάσταση εξαθλίωσης που
επιβάλλει η κοινωνία μας στα πιο αδύναμα μέλη της και συνεπώς κάνει τους
ανθρώπους αγρίμια. Όταν οι άνθρωποι εξαθλιώνονται σε τέτοιο ακραίο βαθμό, μην
μας κάνει εντύπωση που κάποιες συμπεριφορές τους μπορεί να είναι ακραία
«μικρές»…. Δεν γνωρίζουμε πώς θα αντιδρούσαμε εμείς στη θέση τους…. (Από την άλλη βέβαια, αν μην στερεοτυπήσουμε εναντίον των αστέγων, καθώς υπάρχουν και πολλά παραδείγματα αλληλεγγύης μεταξύ τους).
Και μιας και μιλάμε για τσιγκουνιά, ας έρθουμε στο δεύτερο
δίλημμα τσιγκουνιάς, που είναι πιο ‘κομμένο και ραμμένο’ στα δικά μέτρα: Πριν αρκετά χρόνια, είχα πάει σε μια
συνέντευξη για κάποιες ώρες μερικής απασχόλησης σε κέντρο ψυχολογικής
υποστήριξης. Στην συνέντευξη, είχαμε κληθεί καμιά δεκαριά ψυχολόγοι, με τη
φαεινή ιδέα να περιμένουμε όλες στην ίδια μικρή αίθουσα για μισή ώρα. Η ατμόσφαιρα ήταν εντελώς τεταμένη και
απόλυτα σιωπηλή. Λες κι ο ανταγωνισμός είχε ηλεκτρίσει από τα κόκκαλα των
παρευρισκόμενων, μέχρι τα έπιπλα και τις μύγες που είχαν φρικάρει να πετούν
δεξιά κι αριστερά. Η αλήθεια ήταν ότι για εμένα αυτή η μερική απασχόληση δεν
ήταν τόσο ζωτικής σημασίας, όποτε παρακολουθούσα τη σκηνή αρκετά χαλαρή και
κάπως αποστασιοποιημένα. Εκεί ήταν μια κοπέλα που ήξερα φυσιογνωμικά από τη
σχολή. Της έπιασα την κουβέντα, για να σπάσει ο πάγος. Ένιωσα ότι κάποια
πληροφορία θα της ήταν χρήσιμη, ένα κέντρο στο οποίο δούλευα παλαιότερα, ίσως
εκεί να δοκίμαζε να βρει δουλειά. Της έδωσα την πληροφορία.
Η πράξη μου δεν ήταν τόσο δείγμα γενναιοδωρίας, όσο απλής
ευγένειας, δεν ρίσκαρα τίποτα, καθώς, ούτε η συγκεκριμένη δουλειά μου ήταν κρίσιμη,
ούτε στο προηγούμενο κέντρο ενδιαφερόμουν
να ξαναδοκιμάσω. Δεν δίνω λοιπόν εύσημα στον εαυτό μου. Τώρα, λοιπόν,
μια ερώτηση κρίσεως (την έκανα στον εαυτό μου και ας την κάνει ο καθένας στον
εαυτό του επίσης!): «Αν είχα απεγνωσμένη ανάγκη για δουλειά, όπως οι άλλες
κοπέλες, (καλή ώρα όπως πολύς κόσμος σήμερα), θα μοιραζόμουν με τις άλλες υποψήφιες,
(που ήξερα ότι επίσης ψάχνουν απεγνωσμένα για δουλειά), πληροφορίες για κάποια
άλλα κέντρα που εγώ έκανα αίτηση κι εκείνες ίσως δεν γνώριζαν;» Ή θα σκεφτόμουν «Άσε καλύτερα να μη το μάθουν,
λιγότερος ανταγωνισμός, ας ψάξουν μόνες τους, όπως έψαξα κι εγώ».... Στην πράξη το
δίλημμα είναι ζόρικο, κι ας είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας. Σήμερα, πιστεύω
ότι εγώ μάλλον θα μοιραζόμουν την πληροφορία, αλλά αυτό οφείλεται χάρη στην
επεξεργασία, σκέψη και φιλοσοφία που έχω στο μεταξύ αναπτύξει. Η απόφαση δηλαδή
έχει έρθει ύστερα από εσωτερική δουλειά και καλλιέργεια, όχι αυτόματα. Αν δεν
είχα κάνει τη συγκεκριμένη εσωτερική δουλειά, πιθανό κι εγώ να έπεφτα στην
παγίδα της τσιγκουνιάς και του γραπώματος (στην συγκεκριμένη περίπτωση
τσιγκουνιά στην κατακράτηση πληροφοριών). Ας αναρωτηθεί ο καθένας για το δικό
του εαυτό.
Ποια είναι λοιπόν αυτή η φιλοσοφία;
Όσο πιο πολύ γραπώνεις και τσιγκουνεύεσαι, τόσο λιγότερα
έχεις. Όσο πιο γενναιόδωρος είσαι, (όχι θύμα, αλλά αυθεντικά γενναιόδωρος),
τόσα περισσότερα σου δίνει η ζωή. Στο κάτω κάτω, όλα όσα έχουμε είναι του
Θεού και όλα είναι δανεικά. Οι νόμοι αυτού κόσμου λένε «Όσα πιο πολλά γραπώνεις,
τόσα πιο πολλά έχεις». Και οι θείοι νόμοι, λένε «Όσα πιο
πολλά δίνεις, τόσα πιο πολλά έχεις». Δηλαδή ακριβώς το αντίθετο! Το κέντρο συσσιτίων λειτουργεί, χάρη Θεού. Κι ο Θεός αυτό που θέλει,
είναι λίγο να ανοίξουμε στην καρδιά μας και στον διπλανό κι Εκείνος θα
μεριμνήσει για εμάς (Το είπε ο Κύριος «Μην μεριμνάτε!»). Ο άστεγος που νομίζει
ότι θα κερδίσει, στερώντας πληροφορία από τον συν-άστεγο, ψυχολογικά όμως χάνει πολλά
περισσότερα από όσα νομίζει ότι κερδίζει. Χάνει τον ίδιο του τον
αυτοσεβασμό. Στο κάτω κάτω, οι δουλειές και τα αγαθά που μοιράζονται, είναι ελέω Θεού, γιατί όλα
δίνονται ελέω Θεού. Αν συνεργαστούμε με το Θεό, θα μας οδηγήσει στο κατάλληλο
μέρος, θα μας ανοίξει δρόμους κι εργασία, θα στείλει τον καθένα στο
κατάλληλο πόστο. Κι αν για εμάς αυτό το πόστο καθυστερεί, υπάρχει κάποιος λόγος, ίσως μας ετοιμάζει κάτι καλύτερο, ας Τον εμπιστευτούμε. Ο άνεργος λοιπόν που τσιγκουνεύεται, πλημμυρίζει
από ακόμη μεγαλύτερη αγωνία κι ενοχή κι οι εσωτερικές απώλειες είναι πολύ
μεγάλες. Ενώ, αν πει: «Ας πω εγώ τον καλό το λόγο, κι ας το χειριστεί ο Θεός
όπως νομίζει… Έχει ο Θεός και για μένα και για όλους… Θα μας στείλει εκεί που
είναι για τον καθένα, η αποστολή του», τότε αλαφραίνει και αγαλλιάζει τόσο πολύ, που
μη μας κάνει εντύπωση αν θέλουν να τον προσλάβουν παντού!
Η τσιγκουνιά, ο φόβος και το τραύμα της έλλειψης μας αγγίζει
όλους. Όλοι λίγο ως πολύ έχουμε κάποιον τομέα στον νιώθουμε ότι στερηθήκαμε,
ότι αδικηθήκαμε, ότι απορριφθήκαμε. Ιδιαίτερα δύσκολο και επώδυνο είναι να προσπαθούμε
να είμαστε δοτικοί στον τομέα που νιώθουμε ότι έχουμε στερηθεί περισσότερο.
Κλασσικό παράδειγμα είναι η περίπτωση του γονιού, που, παρά τους θεατρινισμούς
γονεϊκής τρυφερότητας στις κοινωνικές εξόδους, νιώθει διαρκή εσωτερική αντίσταση να δώσει στοργή
στο παιδί του, επειδή εκείνος δεν την εισέπραξε ποτέ από τους δικούς του γονείς
(ή/και σύντροφο). Εκεί χρειάζεται να ζητήσουμε βοήθεια από το Θεό. Το να
κατηγορούμε τον εαυτό μας δεν βοηθά, αλλά να προσευχηθούμε να μας θεραπεύσει το
τραύμα. Έστω με λίγη διάθεση δοτικότητας, θεραπευόμαστε εμείς οι ίδιοι.
Η πνευματική μοναξιά
Ξαναγυρνώ στον άστεγο Α. Εκείνο που πραγματικά μας σπάραξε
την καρδιά ήταν το εξής ερώτημα: «Πόσο μόνος μπορεί να νιώθει αυτός ο άνθρωπος…
όταν εκτός από την απόλυτη απόρριψη από οικογενειακό περιβάλλον, κοινωνία κλπ.,
ούτε οι συνάστεγοί του, δεν του έλεγαν για το συσσίτιο; Πόσο μόνος και
προδομένος μπορεί να ένιωθε;»
Η ανθρώπινη αγάπη σε οποιαδήποτε ανθρώπινη σχέση, είναι
ατελής, φθαρτή. Λόγω της ανθρώπινης φύσης, αργά ή γρήγορα, ο άλλος άνθρωπος θα μας απογοητεύσει,
έστω και σε μικρό βαθμό. Αυτό δεν είναι αρνητική σκέψη, αλλά αναγνώριση ότι η
ματαίωση των προσδοκιών από ανθρώπους είναι μέρος της ανθρώπινης εμπειρίας. Οι
άνθρωποι έχουν αδυναμίες και η αγάπη τους είναι ατελής, όπως είναι η δική μας.
Υπάρχει όμως μια αγάπη που και τέλεια είναι και δεν προδίδει ποτέ. Αυτή είναι η
αγάπη του Θεού προς εμάς, η οποία ποτέ δεν μπορεί να αντικατασταθεί από την
αγάπη ενός ανθρώπινου πλάσματος. Ένα από τα θεμελιώδη λάθη στις σημερινές
ανθρώπινες σχέσεις είναι ότι περιμένουμε από τον σύντροφο-γονιό-παιδί να μας
αγαπήσει σαν Θεός, πράγμα αδύνατον. Ακόμη
και όταν δεν το καταλαβαίνουμε , ακόμη κι όταν δεν το αναγνωρίζουμε, υπάρχει ο Χριστός, που μας αγαπά με τον τέλειο τρόπο
και δεν μας εγκαταλείπει ποτέ. Όσο και αν τα δεδομένα της ζωής μας βάζουν σε
πειρασμό να πούμε το αντίθετο, ότι προδοθήκαμε από το Θεό, Εκείνος είναι πάντα
κοντά μας και θα παρέμβει μόνο όταν είναι καλό για την ψυχή μας, μόνο όταν
πρέπει, και έχει παρέμβει πολλές φορές, που εμείς δεν θα μάθουμε ποτέ. Ακόμη
και στις πιο ακραίες περιπτώσεις π.χ. των αστέγων, όταν όλοι τους έχουν εγκαταλείψει,
ο Θεός είναι εκεί. Και είναι συγκινητικό να βλέπει κανείς πόσοι από εκείνους
είναι πολύ πιο ανοιχτοί στο Θεό, από ότι εμείς, που έχουμε πολλά περισσότερα.
Έχουμε εκπαιδευτεί στη μοναξιά. Έχουμε εκπαιδευτεί να αποκοβόμαστε
από τον αληθινό εαυτό μας, που είναι ο άδολος, αυθόρμητος εαυτός της αθωότητας και της αγάπης και έχουμε εκπαιδευτεί να ειδωλοποιούμε τον
ψεύτικο εαυτό μας, που είναι ο εαυτός των ‘αναγκών’ και του συμφεροντολογισμού.
Αποκομμένοι από τον αληθινό εαυτό μας, αδυνατούμε να συνάψουμε αληθινές σχέσεις
με τους αληθινούς εαυτούς των άλλων. Ο ψεύτικος εαυτός είναι αδύνατον να
συνάψει ουσιαστική σχέση με έναν άλλο ψεύτικο εαυτό. Η σχέση αυτή, στα πλαίσια των
«κοινωνικών επαφών και δημόσιων σχέσεων», είναι εντελώς επιφανειακή, φθαρτή και
εφήμερη. Οι άστεγοι και άνεργοι το αποδεικνύουν περίτρανα, από τον αριθμό των
ανθρώπων που τους εγκατέλειψαν, όταν βρέθηκαν σε ανάγκη. Μην παρασυρόμαστε από
τα «κονέ» και τις κοινωνικές συναθροίσεις σε βαφτίσια και γάμους. Οι άνθρωποι
δεν ήταν ποτέ τόσο μόνοι όσο σήμερα...
Ας είμαστε όσο πιο γενναιόδωροι μπορούμε, όσο πιο καλοί
μπορούμε, κι ας έχουμε πίστη στο Θεό. Όταν οι άλλοι μας θεωρούν ‘βλάκες’, που
είμαστε καλοί, ο Θεός βλέπει και ακούει και παρατηρεί. Η δική Του ανταμοιβή είναι
η μεγαλύτερη που μπορεί να υπάρχει και θα την καταλάβουμε, γιατί είναι η μόνη
που μας γεμίζει με πραγματική εσωτερική γαλήνη και πλήρωση, η οποία εξαφανίζει
κάθε μοναξιά, κάθε απώλεια και κάθε στέρηση.