Η συνεξάρτηση (‘codependence’) είναι όρος που εισήχθη στην αμερικανική κυρίως βιβλιογραφία, πριν από δύο περίπου δεκαετίες σχετικά με την δυσκολία στην οριοθέτηση του εαυτού και των άλλων. Είναι πολύ συνηθισμένη και σχεδόν όλοι οι άνθρωποι μπορούμε να πούμε ότι έχουν μια μορφή συνέξαρτησης, έστω και πολύ ελαφριά. Το πιο χρήσιμο βιβλίο που έχω βρει είναι της Pia Mellody ‘Facing Codependence’ , όπου με αυθεντική, δική της δουλειά ορίζει με πολύ συγκεκριμένο τρόπο τις πτυχές της συνεξάρτησης σε όλο το φάσμα της αλληλεπίδρασής μας. Η συνεξάρτηση σύμφωνα με την Mellody είναι αποτέλεσμα της δυσλειτουργικής παιδικής ανατροφής. Επειδή βέβαια καμία οικογένεια δεν είναι εντελώς 100% λειτουργική είναι αναμενόμενο κάποιες από τις παρακάτω εκφράσεις να μας αφορούν όλους. Προβληματίζει όμως όταν βλέπει κανείς ότι υιοθετεί πολλές από τις ακόλουθες συμπεριφορές και σε έντονο βαθμό. Η θέση της Mellody είναι ότι η δυλειτουργική παιδική ηλικία τραυματίζει τις σχέσεις μας με τους άλλους (και τον εαυτό μας) με συνέπεια τη δυσκολία στα όρια (πού σταματά ο εαυτός, πού ξεκινά ό άλλος). Ακολουθεί μία λίστα από πιθανές εκφράσεις, που θεωρώ αρκετά συνηθισμένες στον ελληνικό πληθυσμό (πολλές από τις οποίες, περιλαμβάνει η Mellody με αντίστοιχο ή λίγο διαφορετικό τρόπο) και για τις οποίες , θεωρώ η αυτογνωσία είναι το πρώτο βήμα για την επιτυχή αντιμετώπιση.
Συμπτώματα συνεξάρτησης
1)Έλλειψη μετριοπάθειας στη σκέψη. Απόλυτη σκέψη άσπρο-μαύρο. Οι απόψεις (για οποιοδήποτε θέμα) είναι ακραίες και απόλυτες. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται ισχυρές. Το ‘ίσως’ και ‘συνήθως’ δεν υπάρχουν στο λεξιλόγιο. Πόλωση σχετικά με την κρίση των άλλων ανθρώπων. Κρίνουμε τον άλλον σαν να είναι θεϊκά τέλειος, φανταστικός, μυθικός, τον τοποθετούμε αμέσως σε βάθρο, ακόμη κι αν τον γνωρίζουμε ελάχιστα. Τον βλέπουμε αλάνθαστο, με υπερφυσικές δυνάμεις. Αν μας απογοητεύσει, εύκολα όμως τον καταβαραθρώνουμε και τον εξισώνουμε με το απόλυτο κακό. Βλέπουμε τους άλλους ανθρώπους σε άσπρο ή μαύρο, δεν βλέπουμε με μετριοπάθεια, ότι δηλαδή οι άλλοι έχουν και θετικά και αρνητικά.
2)Η έλλειψη μετριοπάθειας εκτείνεται και στην κρίση για τον εαυτό μας. Τη μία νιώθουμε σαν θεοί, υπερφυσικοί, μοναδικοί ήρωες σε όλη την ανθρωπότητα, αλλά με ένα λάθος ή ένα στραβοκοίταγμα από κάποιον, η δήθεν αυτό-εκτίμηση εξατμίζεται μονομιάς και καταβαραθρωνόμαστε σε σκέψεις απόλυτης αναξιότητας, σαν να είμαστε μηδενικά και τιποτένιοι. Εξαίρουμε τον εαυτό μας για ανούσια πράγματα (π.χ. εμφάνιση ή υποτιθέμενο στυλ), ενώ παραβλέπουμε σημαντικές αρετές μας ως αμελητέες. Μια μετριοπαθής, ισορροπημένη αποδοχή του εαυτού δεν διατηρείται. Η εναλλαγή αυτή (σαν πινγκ πονγκ) στην αυτό-εικόνα μας είναι εξαιρετικά επώδυνη και κουραστική.
3)Έλλειψη μετριοπάθειας στο συναίσθημα. Αποφεύγουμε να νιώσουμε αυθεντικά συναισθήματα, αλλά εύκολα εντρυφούμε ασταμάτητα στο δράμα και τη σαπουνόπερα της ζωής μας. Αντί να αναλάβουμε την ευθύνη της ζωής μας, να προχωρήσουμε μπροστά και να κάνουμε ουσιαστικά πράγματα, αναλωνόμαστε, σε χρόνο και ενέργεια, σε ατελείωτες δακρύβρεχτες συζητήσεις για τα συναισθηματικά μας, παρεξηγήσεις επί παρεξηγήσεων και μπόλικο φθηνό δράμα, σαν αυτό που διαφημίζεται στις ελληνικές αποχαυνωτικές τηλεοπτικές σειρές. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται δείχνουν απόλυτη εγωκεντρική εμμονή, λες και η κάθε πτυχή της παθολογικής εξαρτητικής σχέσης θα σημάνει την αρχή ή το τέλος του σύμπαντος. Εντρυφούμε και μηρυκάζουμε ξανά και ξανά, με φίλους και γνωστούς τους βαρυσήμαντους διαλόγους του τελευταίου μας καυγά «μου είπε..» και «του είπα..» και «τότε μου είπε..» και «γιατί να μου πει..» και «θα του πω..» κλπ κλπ κλπ. Όλο αυτό το δράμα βέβαια των συνεξαρτητικών σχέσεων έχει τη δευτερογενή συνέπεια ότι μας αποσπά την προσοχή από το να δούμε πραγματικά ποιος γύρω μας έχει ανάγκη και να ενεργοποιηθούμε ως ενεργοί πολίτες της κοινωνίας μας. Ο συνεξαρτητικός, όσο κι αν περνά σχεδόν όλο το χρόνο του ασχολούμενος με τις ‘σχέσεις’ του, είναι βαθιά εγωκεντρικός, χωρίς παραδόξως να κάνει ουσιαστική δουλειά με τον εαυτό του. Εντέλει το δράμα, μας οδηγεί στην αποφυγή των ευθυνών που έχει καθένας από εμάς σε αυτή την κοινωνία.
4)Έλλειψη μετριοπάθειας στην αλληλεπίδραση με τους άλλους. Ή είμαστε απόλυτα εξαρτητικοί και δεν μπορούμε να κάνουμε λεπτό μόνοι μας, ή σηκώνουμε τοίχο και απομονωνόμαστε απόλυτα για ασφάλεια. Η επιλογή των ανθρώπων είναι επίσης διαστρεβλωμένη. Επιλέγουμε όλα τα λάθος άτομα (συνήθως βάση του προτύπου του γονιού μας) αλλά παραβλέπουμε υγιή άτομα με τα οποία μπορούμε να κάνουμε υγιείς ισορροπημένες φιλίες. Στον συνεξαρτητικό, που είναι εθισμένος στον εντυπωσιασμό και το δράμα, οι υγιείς και ισορροπημένοι άνθρωπο, των οποίων η ζωή ‘δουλεύει’, φαίνονται ‘βαρετοί’. Έλκονται από άλλους συνεξαρτητικούς, η σχέση ξεκινά με πυροτεχνήματα, αλλά σύντομα γίνεται ένα πεδίο μάχης για το ποιος θα ικανοποιήσει τις ανάγκες του πρώτος. Στην πραγματικότητα, τίποτα δεν είναι πιο βαρετό από το φθηνό δράμα και την απουσία αληθινής ανθρώπινης σύνδεσης. Ο εθισμός στο σεξ (και τη θεοποίησή του) είναι επίσης πολύ συνηθισμένο στους συνεξαρτητικούς.
5)Ακαμψία στη σκέψη. Δυσκολία να αλλάξουμε μια άποψη, ακόμη κι αν τα δεδομένα έχουν αλλάξει. Η προσκόλληση στον αυτόματο πιλότο μας προσφέρει μια ψευδαίσθηση ασφάλειας (‘έτσι είναι ο κόσμος, κι επειδή εγώ δεν αλλάζω την άποψή μου για τον κόσμο, δεν αλλάζει κι αυτός- άρα μπορώ να τον προβλέψω’). Επίσης, η ακαμψία στη σκέψη μας απαλλάσσει από την ευθύνη να σκεφτούμε ανεξάρτητα και να ανταποκριθούμε στις προκλήσεις της ζωής. Οι συνεξαρτητικοί εύκολα γίνονται τυφλοί οπαδοί ναρκισιστών γκουρού (πνευματικών, πολιτικών, ψυχοθεραπευτών, ακαδημαϊκών κλπ).
6)Δυσκολία στη λήψη αποφάσεων. Περνάμε πολλές ώρες μηρυκάζοντας τις ίδιες σκέψεις, παραλυμένοι από αναποφασιστικότητα. Μπρος, πίσω, τελικά ακόμη κι αν πάρουμε μια απόφαση, το ξανασκεφτόμαστε και την αναιρούμε. Πνιγόμαστε στις λεπτομέρειες και χάνουμε την ουσία.
7)Έλλειψη μετριοπάθειας στην αυτοκριτική. Ο συνεξαρτητικός μπορεί να επιτρέπει στον εαυτό του μακροχρόνια και σοβαρά λάθη, ακόμη κι όταν βλέπει τις αρνητικές συνέπειες, χωρίς να προβληματίζεται. Άλλες φορές όμως, το παραμικρό λάθος τον καταρρακώνει και για αυτό έχει ανάγκη να το καλύψει (λέγοντας συχνά ψέματα). Είναι πολύ ευάλωτος στη γνώμη των άλλων, καθώς τρέφεται από ετερο-εκτίμηση (όχι αυτό-εκτίμηση). Ο έπαινος των άλλων τον στέλνει σε έκσταση, ενώ η παραμικρή αποδοκιμασία στα τάρτατα. Του λείπει μια ήρεμη, αποστασιοποιημένη, ψύχραιμη και σταθερή αυταξία.
8)Ιδεασμός μεγαλείου: Παιδιά που μεγαλώνουν ως υποκατάστατοι σύντροφοι των μοναχικών γονιών τους, συχνά αποκτούν τον ιδεασμό μεγαλείου στις σχέσεις τους. Όταν η μητέρα π.χ. απαιτεί από το γιό της να την κάνει ευτυχισμένη, το παιδί από τη μία μεριά νιώθει υπεράνθρωπος (‘εγώ έχω τη δύναμη να κάνω τη μαμά ευτυχισμένη’), αναλαμβάνει ευθύνες που δεν του αναλογούν (και είναι αδύνατον να εκπληρώσει), αλλά το πληρώνει ταυτόχρονα με απώλεια της παιδικής του ζωής, της ανεμελιάς, του παιχνιδιού και της ελευθερίας να ανακαλύψει τον εαυτό του χωρίς ενοχές να μην αφήσει μόνη τη μαμά. Ο ιδεασμός μεγαλείου δηλαδή έρχεται με ένα πολύ βαρύ τίμημα. Ο γονιός αντί να δίνει ενέργεια στο παιδί, του ρουφάει ενέργεια, ακριβώς όπως το καλαμάκι ρουφά την πορτοκαλάδα, ακόμη κι όταν φτάνει στον πάτο. Το παιδί ίσως δεν το αντιλαμβάνεται, αλλά μεγαλώνει εξουθενωμένο. Όταν φτάσει στην ενηλικίωση, δεν έχει προλάβει να ανακαλύψει ποιος είναι (δεν είχε το χώρο) και νιώθει κουρασμένο, χωρίς τα αποθέματα, που του είναι αναγκαία να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες και τις προκλήσεις της ενήλικης ζωής. Η στενή συντροφική σχέση του φέρνει μνήμες της εξουθένωσης, σαν να πάνε πάλι να του ρουφήξουν ενέργεια με το καλαμάκι. Αυτό τον πανικοβάλλει, του είναι επώδυνο και απομακρύνεται, είτε ολικά, είτε συναισθηματικά (μπορεί να είναι παντρεμένος, αλλά είναι απών). Ταυτόχρονα του είναι δύσκολο να νιώσει έλξη για αυτάρκη άτομα. Όταν κάνει σχέσεις, επαναλαμβάνει το μοτίβο του σωτήρα της ανήμπορης γυναίκας. Οι δυο εμπλέκονται σε μια απόλυτα δυσλειτουργική ψευδαίσθηση, όπου η συνεξαρτητική νομίζει ότι ο σύντροφος θα τη σώσει (αδύνατον) και ο συνεξαρτητικός, στον ιδεασμό μεγαλείου του, πιστεύει επίσης ότι θα σώσει τη γυναίκα-αλλά αυτή τη φορά το σώσιμο θα πάει καλά! (σε αντίθεση με τη μαμά του…). Στην πράξη βρίσκουν ότι κανείς δεν μπορεί να σώσει κανένα, ο συνεξαρτητικός νιώθει αμέσως εξουθένωση και συχνά απομακρύνεται απότομα, χωρίς καμιά ανθρωπιά, ενώ η συνεξαρτητική νιώθει σαν να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της. Οι χωρισμοί είναι επώδυνοι για όλους τους ανθρώπους. Για τους συνεξαρτητικούς όμως (εξαιτίας του εθισμού τους στους άλλους και των μη-ρεαλιστικών προσδοκιών), οι χωρισμοί είναι εξαιρετικά εξαιρετικά επώδυνοι, καθώς ενεργοποιούνται και ο ενήλικος, αλλά και ο παιδικός πόνος. Αυτό το μοτίβο πάντως μπορεί να αλλάξει με θεραπεία.
9)Δυσκολίες με τα όρια. Οι συνεξαρτητικοί έχουν δυσκολίες στα όρια με τους άλλους, είτε επιτρέπουν να παραβιάζονται τα δικά τους, είτε παραβιάζουν τα όρια των άλλων. Όπως αναφέρει η Mellody, παραβιάζουν τα φυσικά όρια, άτομα που π.χ. έρχονται πολύ κοντά σωματικά και δεν αντιλαμβάνονται τη γλώσσα σώματος του άλλους που θέλει να απομακρυνθεί. Αντίστροφα, το άτομο που δυσκολεύεται να πει ‘όχι’ ή να απομακρύνει τον εαυτό του από εκείνον που παραβιάζει τα όρια επίσης εμφανίζει συμπτώματα συνεξάρτησης. Ο συνεξαρτητικός μπορεί να εμφανίσει διάτρητα όρια στη σκέψη του. Δηλαδή, οι άλλοι να τον επηρεάζουν υπερβολικά στη διαμόρφωση απόψεων, σε ακραίο βαθμό, είναι υπερβολικά εύπιστος και χειραγωγίσιμος. Διάτρητα όρια στο συναίσθημα παρατηρούμε όταν τα ευαίσθητα άτομα, απορροφούν τα αρνητικά συναισθήματα των άλλων, χωρίς μετά να αναγνωρίζουν ότι δεν είναι δικά τους. Όσοι εργάζονται σε επαγγέλματα που βοηθούν ανθρώπους (γιατροί, νοσηλευτές, ψυχοθεραπευτές, κοινωνικοί λειτουργοί, νομικοί) θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί να έχουν τα όριά τους ακέραια, ειδικά στο συναίσθημα. Θα πρέπει επίσης να είμαστε όλοι προσεκτικοί στη διάτρηση των συναισθηματικών ορίων μας, ειδικά από την τηλεόραση, η οποία έχει έναν ιδιαίτερα ύπουλο τρόπο να ξεγελά τα όρια, εισάγοντας συγκεκριμένο συναίσθημα για να περνά τα δικά της μηνύματα (συνήθως βίας).
10)Δυσκολία διάκρισης ανάγκης και επιθυμιών. Ο συνεξαρτητικός εντρυφεί απεριόριστα στην πιο παράδοξη κι εκκεντρική επιθυμία του, αλλά αποτυγχάνει να αναγνωρίσει τις ανάγκες του και να ανταποκριθεί σε αυτές. Μπορεί να αφιερώνει πολύ χρόνο, π.χ. στην εμφάνισή του, αλλά δεν αναγνωρίζει καν ότι χρειάζεται π.χ. ύπνο.
11)Τραυματισμένη πνευματικότητα. Έχοντας διακόψει την σύνδεση με το Θεό, που είναι η βαθύτερη διάσταση της σύνδεσης με τον εαυτό μας, αναζητούμε μάταια την πλήρωση, δίνοντας την δύναμή μας σε άλλους ανθρώπους. Ο συνεξαρτητικός ξανά και ξανά αναζητεί το τέλειο άτομο, μέσα από το οποίο θα νιώσει την πνευματική σύνδεση. Αυτό είναι αδύνατον να γίνει. Τη δύναμή μας τη δίνουμε μόνο στο Θεό, (ο οποίος θα μας τη δώσει πίσω, με τρόπο που να προάγει το ανώτερο καλό όλων). Όταν δίνουμε τη δύναμή μας σε οποιονδήποτε άνθρωπο ή ανθρώπινο θεσμό ή παράγοντα, αυτή είναι η ρίζα του προβλήματος της συνεξάρτησης.
Πρεκατέ Βικτωρία, www.brightplanet.blogspot.gr, 14/2/2013
Δημοσιεύτηκε στο www.iatronet.gr, 21/5/2013